Στο Χριστό, στο Κάστρο (Μέρος 3ο)


.
.
Μέρος 1ο
Μέρος 2ο
.

Μέρος 3ο
Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις, δια να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα-Φραγκούλης διέταξε να πεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξε εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρρογας σταφίδας. Τα δύο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρυφίους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, ως τέσσαρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθίου, το οποίον απεγέμισαν είτα με δύο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας σαλάδο, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλόας. Εκείνοι, φιλοτιμηθέντες, έστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δύο.
Όλας ταύτας τα προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς δια τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή, καθώς και δι’ εαυτόν και τους μεθ’ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ’ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός, και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.
Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπ’-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της βδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.
Είχαν πάρει είδησιν αφ’ εσπέρας δύο-τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος, εξελθών, ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκαν του, και αύτη το διηγήθη εις τας γειτόνισσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κυρ-Αλεξανδρήν τον ψάλτην, μεθ’ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίση δύο ή τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.
Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανή, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια. Ήταν ο παπα-Φραγκούλης, μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπύρου, ο μπαρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού του, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κυρ-Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος.
Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια δια την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς.
― Πώς το έμαθες, Βασίλη, του λέγει.
― Το έμαθα, παπά, απ’ τον μαστρο-Πανάγο τον μαραγκό.
― Τι ώρα και πού τον είδες;
― Κατά τις δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπούμπουνα. Είχε φάει ψωμί κι’ εβγήκε αν πιη δυο τρία κρασιά με το ισνάφι. Έλεγε, πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ’ρθώ μαζύ σας, αν με παίρνετε.
―Ας είναι, καλώς να ’ρθής, είπεν ο ιερεύς.
Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε. Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ’ ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθισεν εις το πηδάλιον, φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θεια το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της. Ο μπαρμπα-Στεφανής ήτο με την νιστεράδα του, με τον κηρωτόν πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό του πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας και με τα βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μαλλίνης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.
Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πούλια εμεσουράνει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς, η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκούοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του πλατανιά. Έφεξαν εις τον Στρουφλιά, αντικρύ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτύων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ’ναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον φως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι. Η θεια το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλέξης είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής ονειρευόμενος, ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως, ως βεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον ορατόν μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει, ότι ώφειλε να τον πάρη μαζύ, αφού δι’ αυτόν ήτο το τάξιμον. Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες ολομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρό, καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστερόθεν του παπά καθήμενη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι’ ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.
Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ’ έπαυε ν’ ανταλλάση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανή, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
― Να, γι’ αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά!
― Κη τι πάθαμε, με τ’ δύναμ’ τ’ Θεού; απήντα η παπαδιά, ήτις κατά βάθος πολύ ανησύχει με αυτό το παράτολμον ταξίδιον. Ευτυχώς η παρουσία του παπά τής έδινε θάρρος.
― Δε μ’ λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν’ αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ’ λες, γιατί λένε: «Κύρι’ ελέησον! παπαδιά πέντε μήνες δυο παιδιά!»
―Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά.
― Θα πη, το λοιπόν, πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;
― Γιατί οι παπάδες δεν λείπουν χρόνο-χρονικής από κοντά τους, είπεν η θεια το Μαλαμώ.
― Να, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε, είπεν ο παπάς· δεν σας τώ ’λεγα εγώ; Εσύ κι’ ο εξάδελφός σου ο Αλεξανδρής (εννοών τον ψάλτην) έχετε μεγάλον νου.
Ο παπάς δεν έπαυε να αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίω ενορίτισσές του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής (εννοών τον άνδρα της) κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμιά, που να μη θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν’ από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμιά δεν ευρέθη να πη πως δεν θέλει!»
Αλλά το κυριώτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
― Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πη, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών»; Ποιος είναι αυτός ο ανυψώσας;
― Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής, μη εννοών άλλως την λέξιν.
― Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών»; ηρώτα πάλιν ο παπάς.
― Να, σκύλα, Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων, ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελέγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τας κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Ανάργυρον και την Ασέληνον, αριστερόθεν πελαγωμένη αντικρύ των Τρικέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κυρ-Αλεξανδρής, αν και αδζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση δια να ζεσταθή. Κι’ η θεια το Μαλαμώ εκωπηλάτησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν κι’ εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί, αι κατερχόμεναι από των χιονοφόρτων ορέων, εξύριζαν τα ώτα και τους λαιμούς των, είχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ’ ολίγας στιγμάς (ήλιος με δόντια – γριά με τα χταπόδια! ανέκραξεν ο Λαμπράκης), διότι ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι’ εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνήγοντο πάλιν τα νέφη και ο βορράς εφαίνετο υποχωρών εις τον απηλιώτην, ως να ηπειλήτο βροχή· αλλά μόλις επρόβαλε, κι’ εφάνη ως να έβλεπε ποία ήτο η υψηλοτέρα και εγκυτέρα κορυφή εκ των καταλεύκων ορέων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, δια να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στο Χριστό, στο κάστρο»

1 σχόλιο: