Ήταν αλήθεια πως δολοφονήθηκε


Το σώμα του Ισμαήλ Φερίκ πασά κλείστηκε σε φέρετρο από ξύλα της νήσου, λουστραρισμένα και φοδραρισμένα με ατλαζένιες πιέτες. Έπειτα κλείστηκε σε μολυβένιο περίβλημα, γιατί θα ταξίδευε ως την Αίγυπτο και μπορεί να μην επαρκούσε η πρόχειρη ταρίχευση. Φορτώθηκε στο ταχύτερο πλοίο του στόλου και ξεκίνησε αμέσως για την Αλεξάνδρεια, αφού το πικρό – πλην απελευθερωτικό – ταξίδι των νεκρών επάνω στο νερό έπρεπε να είναι σύντομο. Τοποθετήθηκε στη μεγάλη σάλα και σκεπάστηκε με τη σημαία των τελετών. Στο ύψος του προσώπου το βαθύ κόκκινο φέσι του Οθωμανού δεν παρέπεμπε κανέναν στο κόκκινο των μήλων. Παρέπεμπε όμως στο αίμα. Βαθμοφόροι φρουρούσαν τον νεκρό, σκυθρωποί και προσηλωμένοι στο αίνιγμα του τέλους του.
Ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου ζήτησε να μάθει αμέσως τα πραγματικά αίτια για τον θάνατο του αρχηγού του. Μπορούσε να δημιουργηθεί διπλωματικό ζήτημα. Λυπήθηκε βέβαια πολύ. Είχαν όμως φτάσει στ’ αυτιά του διάφορα, ανάμεσά τους πως ο υπουργός του επί του πολέμου κατηγορήθηκε ως κρυπτοχριστιανός και φιλέλληνας από τον Ομέρ πασά, ή πως η ψυχή του αρρώσταινε κάθε μέρα και περισσότερο. Όρισε την ακρόαση πριν από την κηδεία, σαν να εξαρτούσε τη συμπεριφορά του από την απάντηση του υπασπιστή. Ο τελευταίος αναρωτήθηκε μήπως έτσι βασάνιζαν την κουρασμένη ψυχή του απόντος, που δεν μπορούσε να ελευθερωθεί πριν από την τελετή, ενώ όλα, αρώματα και φωνές, την ενδυνάμωναν ν’ αποσπαστεί επιτέλους. Τίποτε δεν έπρεπε να διαταράξει τους καθορισμένους χρόνους. Επειδή λοιπόν αγαπούσε τον νεκρό, ορκίστηκε ν’ αφηγηθεί πολύ σύντομα τα αίτια της δολοφονίας κι αργότερα να προσκόμιζε τις απαραίτητες αποδείξεις. Προεξαγγελτικά, ήταν αλήθεια πως δολοφονήθηκε.
Ενώ διαρκούσαν οι μάχες στο οροπέδιο, ακούστηκε στο Καστέλι πως ο προδότης, αυτός που έδειξε το αφύλαχτο πέρασμα, ήταν ένας δικός τους, που τον είχαν αγγαρέψει οι Τούρκοι και τον έσυραν μαζί τους στα βουνά. Οι κάτοικοι δεν ανέχονταν την κατηγορία τού χωριού τους για προδοσία και αποφάσισαν να τιμωρήσουν τον ένοχο. Ανέθεσαν στον παπά Γιάννη Καμπάνη την τιμωρία του, για να της αποδώσουν ίσως θεϊκό κίνητρο και κύρος. Αυτός κάλεσε στο σπίτι του τον αποκαλούμενο προδότη και του είπε να πάει αμέσως μιαν επιστολή του στον Κόρακα, που βρισκόταν σε κοντινό μοναστήρι. Ο άνθρωπος έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του, εφόσον έπρεπε να περάσει μέσα από εχθρικές φρουρές. Η επιστολή έλεγε να τον δικάσουν σαν προδότη. Καταδικάστηκε σε θάνατο, γιατί σταμάτησε το μυαλό του και δεν μπορούσε να επικαλεστεί κανένα ελαφρυντικό, ή μάρτυρες. Κλαίγοντας ζήτησε από τους δυο καπετάνιους εκτελεστές να τον αφήσουν μια μέρα για να φέρει μάρτυρα. Αυτοί του έκοψαν τη γλώσσα και τον άφησαν να φύγει στα αίματα. Τον έπιασαν οι Τούρκοι και τον οδήγησαν στον Ομέρ πασά, που είχε γυρίσει στο στρατόπεδο. Ο αποκαλούμενος προδότης έδωσε με νοήματα στον αρχιστράτηγο να καταλάβει τι είχε συμβεί. Ο Ομέρ πασάς έφερε τον παπά Γιάννη σε αντιπαράθεση. Αν και δεν μπορούσε να μιλήσει ο τιμωρημένος, εννόησε τι επρόκειτο να συμβεί και χτυπούσε με άναρθρες κραυγές το στήθος του προσπαθώντας να εξηγήσει τις απανωτές παρεξηγήσεις, ώσπου τέλος έπεσε λιπόθυμος και τον πήραν οι γιατροί τού τούρκικου. Ο Ομέρ πασάς διέταξε να γδύσουν τον παπά, να τον αλείψουν μέλι και να τον εκθέσουν δεμένο στην πλατεία. Γρήγορα οι μύγες, οι σφήκες και οι μέλισσες τον έριξαν αναίσθητο.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς πληροφορήθηκε τι είχε συμβεί. Φώναξε αμέσως τον υπασπιστή του και του εξήγησε, ενώ πήγαιναν προς την πλατεία, πως δεν εγνώριζε τον συνονόματό του ιερέα, αλλά δεν θ’ άφηνε να περάσει έτσι η καινούργια αυθαιρεσία του Ομέρ. Ήταν ένας τρόπος, ο μόνος άλλωστε όσα χρόνια τον γνώριζε ο υπασπιστής, για να αναφερθεί στην καταγωγή του. Το επίθετο ήταν το ίδιο. Ο υπασπιστής είχε κι αυτός ακούσει τελευταία για την καταγωγή του πασά αλλά δεν πολυπίστευε  διάφορες φήμες, που την ενοχοποιούσαν. Ο πασάς τού είπε ακόμη πως γνώριζε την οργή του αρχιστράτηγου απέναντί του, ιδιαίτερα αφού είχε διατάξει τους Οθωμανούς τακτικούς να χτυπήσουν τους Οθωμανούς ατάκτους στην τελευταία μάχη. Αν έκρυβε την οργή του, ήταν διότι ήθελε να δώσει στους Ευρωπαίους την εικόνα μιας αστραφτερής και σημαντικής νίκης· και ας μην ήταν έτσι τα πράγματα. Είπε πως δεν τον ένοιαζε πια τι θα γινόταν.
Φτάσανε στην πλατεία, ο πασάς κρατώντας ο ίδιος μια λεπτή χλαίνη. Διέταξε να λύσουν τον δεμένο και να τον πλύνουν με μπόλικο νερό. Σκέπασε την κακοφορμισμένη γύμνια του με την χλαίνη και είπε στον υπασπιστή να τον συνοδέψει, να τον κουβαλήσει μάλλον, ως την πόρτα του σπιτιού του.
Όσο να γυρίσει ο τελευταίος, ο Ομέρ πασάς κάλεσε τον Ισμαήλ Φερίκ πασά στη σκηνή του να κουβεντιάσουν. Άρχισε φιλικά την κουβέντα και φώναξε να φέρουν καφέ. Μόλις ήπιε ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς τον καφέ, έπεσε με φριχτούς πόνους. Προσπάθησε να σηκωθεί τραβώντας το πιστόλι και να σκοτώσει τον αρχιστράτηγο, γιατί κατάλαβε πως τον είχε φαρμακώσει, αλλά σωριάστηκε κάτω. Ο αρχιστράτηγος έδειξε πως ξαφνιάστηκε και φώναξε τον γιατρό του. Ίσως και να φοβήθηκε, αφού υπήρχε μεγάλη δύναμη του αιγυπτιακού στρατού στο ίδιο στρατόπεδο.
Τότε γύρισε ο υπασπιστής. Έσυρε τον Ισμαήλ Φερίκ πασά έξω από τη σκηνή του Ομέρ, ήταν όμως αργά. Τα αρχαία φάρμακα των Αιγυπτίων και οι αραβικές προσευχές δεν έκαναν το σώμα, ή έστω την ψυχή του πασά να αντιδράσει στο δηλητήριο, που φαίνεται τραβήχτηκε όλο στο αίμα. Το επιτελείο του αποφάσισε να φύγουν για το Ηράκλειο. Αμέσως έφυγε μια διμοιρία ιππικού με τον ετοιμοθάνατο και μετά από δύο ώρες οι υπόλοιποι. Οι αξιωματικοί σκέφτηκαν να μην κοινοποιήσουν τα γεγονότα. Και ενώ ο Ομέρ πασάς ετοιμαζόταν να κινήσει κι αυτός τον στρατό του από τον φόβο κάποιου αιφνιδιασμού, ενώ οι αντάρτες χτυπούσαν σε άλλη θέση για αντιπερισπασμό, ενώ οι πληρεξούσιοι των ανατολικών επαρχιών συγκεντρώνονταν για να μελετήσουν την πορεία των πραγμάτων, ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς ξεψύχησε μόλις η συνοδεία του σταμάτησε στα Σπήλια, το οθωμανικό στρατόπεδο που βρισκόταν έξω από την πόλη. Και μολονότι έγειρε στα χέρια του υπασπιστή και το μυαλό του δούλευε ακόμη, δεν άφησε παραγγελία για τον αντιβασιλέα ή την οικογένειά του, μόνον ότι του έδωσαν φαρμάκι. Ο υπασπιστής δεν έπρεπε να αποσιωπήσει το γεγονός πως ο ετοιμοθάνατος φώναξε ελληνικά τη μάνα του και αραβικά τον πριν από δεκαετίας πεθαμένον Ιμπραήμ, τον ένδοξον πατέρα του αντιβασιλέα.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου