Άφηνα την ψυχή μου να μουσκεύει στις φθινοπωρινές καταιγίδες. Μου ήταν αδύνατον να αδιαφορήσω στην ιδέα των γυναικόπαιδων, που έπιαναν τα όρη και κρύβονταν στις σπηλιές για να μην τα πειράξουν. Δεν είχα τέτοια πρόθεση· εκείνα όμως δεν ήξεραν τις προθέσεις μου, ενώ θα ήξεραν πολύ καλά πως ένας μόνο άνθρωπος, έστω και αρχηγός στρατιάς, δεν μπορούσε να ελέγξει ολότελα τους στρατιώτες του.
Και πάλι, δεν ήταν μόνο αυτό. Έβλεπα πως τόσα χρόνια μακριά, και σε μιαν αξεπέραστη αιχμαλωσία, φαντάστηκα τον χαμένο τόπο με γαλήνιες εικόνες. Οι μυρωδιές, τα χρώματα, οι ήχοι, οι επιφάνειες των πραγμάτων άγγιζαν το σώμα μου και συναντούσαν την ψυχή μου σαν ένα αρμονικό σύνολο. Όλα ήταν ωραία και μόλις τονισμένα, σαν κάποιες ζωγραφικές στα μουσεία της Δύσης, ή σαν τον χριστιανικό παράδεισο που φανταζόμουνα μικρός. Τα χρόνια της Αιγύπτου δεν με είχε ενοχλήσει ποτέ η ανάμνηση εκείνης της χριστιανικής εικασίας. Καθεμιά από τις ζωές μου κράτησε τη δική της θρησκεία, χωρίς αντιπαράθεση και χωρίς κραυγαλέα επιχειρήματα – δεν ήταν άλλωστε η πιο ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στους δυο τρόπους ζωής. Το σχεδόν γυμνό αγόρι, που ανοιγόκλεινε με μια τσάπα τ’ αυλάκια των περιβολιών μουρμουρίζοντας το «Ελέησόν με», όχι μονάχα για να εξιλεωθεί, αλλά και σαν ξόρκι ή για να θυμάται τα γράμματα, παραστεκότανε συχνά στο μεταξωτό χαλί των αραβικών μου προσευχών. Το πρόβλημα δεν έπρεπε, από δική μου δειλία, να τοποθετηθεί εκεί.
Έβλεπα τώρα γύρω μου την γκρίζα πέτρα και τους όρους του πολέμου. Ο πυροβολισμός του Αντώνη τραυμάτισε το πόδι μου. Ούτε κι εδώ ήταν το πρόβλημα. Ο πυροβολισμός του Αντώνη τραυμάτισε τη γοητεία της νοερής φύσης θανάσιμα, καρφώνοντας για πάντα μια σφαίρα στα λιόφυτα. Τρόμαζα στην ιδέα πως η εικόνα της φύσης, που είχα κρατήσει τόσα χρόνια, μπορούσε ξαφνικά να ξεψυχήσει στα χέρια μου. Και όμως, είχαμε ρίξει τους πρώτους πυροβολισμούς μαζί, κλέβοντας το κρυμμένο όπλο του πατέρα κι ανηφορίζοντας στο βουνό. Ήταν άνοιξη και δεν έκανε πολύ κρύο. Πυροβολήσαμε σε μια σπηλιά, σ’ ένα κούφωμα μάλλον των βράχων, για να μην ακουστούμε στο χωριό. Κατεβαίνοντας τραγουδούσαμε τραγούδια των γενναίων νομίζοντας πως τους είχαμε ξεπεράσει. Παρά το σκοτάδι, γύρω μας είχε γίνει η πιο μυστική επανάσταση της νήσου, και θα τελείωνε ξημερώνοντας με τη λαμπρή μας νίκη. Ο πατέρας όμως μας εμάλωσε, γιατί ο εχθρός μπορούσε ν’ ακούσει το όπλο. Να το κρατάμε, είπε, δεν ήταν ανάγκη πια να το κλέβουμε. Μόνο προσοχή, υπομονή, κι οικονομία στο μπαρούτι.
Αν η σφαίρα του Αντώνη είχε τραυματίσει θανάσιμα τον τρόπο που θυμόμουν τη φύση, σίγουρα θα είχε τραυματίσει και την ανάμνηση της φύσης, που κρατούσε ο Αντώνης. Παιδιά δεν είχαμε ποτέ αντιμετωπίσει τη φύση σαν κάτι που σκέφτεσαι ως τοπίο, ή αναζητάς να ξαναδείς σαν εικόνα. Για μας σήμαινε τις πιο ελαφρές δουλειές, που δεν ήταν λίγες, και μερικά παιχνίδια. Είχε και τις δικές της ιστορίες, που τις είχαμε μάθει όλες. Ο Αντώνης θα είχε οπωσδήποτε έναν δικό του τρόπο να θυμάται. Αναρωτιόμουν κατά πόσον έμοιαζε με τον δικό μου. Ήμουνα βέβαιος πως θα συνέπιπτε σε πολλά. Επομένως και η δική του φαντασία θα είχε πληγωθεί. Σκέφτηκα πως αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσα να του επιστρέψω τη σφαίρα του. Χωρίς πρόθεση να τον βλάψω. Μ’ ένα σκληρό χαμόγελο συνενοχής.
Μια μέρα με σύννεφα κολλημένα στις βρεγμένες πλαγιές, με την ομίχλη να τυλίγει στην ευκίνητη γάζα της τα πουρνάρια και τις συκιές, είδα ξαφνικά το αγόρι, που υπήρξα κάποτε στη νήσο, να με κοιτάζει κατάματα. Στεκόταν κάτω από γυμνά κλαδιά, δήθεν για να μη βρέχεται, και με κοιτούσε σχεδόν από κάθε δέντρο. Μόλις έκανε να το πλησιάσω, η ομίχλη τύλιγε στη γάζα της και δέντρο και παιδί. Επέμεινα, γιατί νοιαζόμουνα να το ρωτήσω πού βρίσκονταν οι γονείς μας και γιατί αυτός, μικρό παιδί, απομακρύνθηκε τέτοια δύσκολη ώρα. Το τραύμα στο πόδι δεν με άφηνε να τρέξω προς το παιδί. Που χάθηκε, για να γυρέψει φαίνεται στα βουνά καταφύγιο, ενώ εγώ επέστρεψα με τον στρατό μου στα Χανιά.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου