Ε ΜΟΡΤΟ ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΣΤΑΛΙΝ

      Μάρτης μήνας. Όλη η Ρώμη έχει μπουμπουκιάσει. Η άνοιξη έφτασε νωρίς κι εγώ, όπως λέει ο Φράνκο, μοιάζω σαν ανοιξιάτικο κλαρί έτσι όπως είμαι ντυμένη. Η Λίζα μου έστειλε μία καταπράσινη μπλούζα και μία κλος φούστα με ψιλό καρουδάκι σε τόνους πράσινου που φτάνει ως τον αστράγαλο. 0 Ζαν-Πωλ ήθελε να πάω πρωί πρωί να τον βρω στο δωμάτιό του. Δεν είχε μάθημα όλη μέρα. «Θα 'ναι σαν να 'χουμε περάσει τη νύχτα μαζί, άμα σε δω τόσο νωρίς στο κρεβάτι μου.»

     Φοράω τα πράσινά μου ρούχα και τα πορτοκαλιά παπούτσια και βγαίνω στον δρόμο. Συλλογιέμαι τι όμορφα έτσι δροσερή να χωθώ στα ζεστά σκεπάσματα του Ζαν-Πωλ. Περιμένω στη στάση το τραμ. Απέναντι κάτι γράφουν σ' έναν τοίχο. Είναι μακριά και δεν μπορώ να διαβάσω. Θα ’ναι κανένα σύνθημα για απεργία. Γράφουν ήρεμα ήρεμα σαν να ζωγραφίζουν χωρίς φόβο να τους κυνηγήσουν, να τους πυροβολήσουν. Θυμάμαι τον Γρηγόρη, που τον σκότωσαν με το πινέλο στο χέρι. Έρχεται το τραμ και σβήνω τις θύμησες από το μυαλό μου. Ανεβαίνω στο βαγόνι και κοιτάζω από τα κατεβασμένα τζάμια τα ανθισμένα δέντρα.

     Ο Ζαν-Πωλ έχει αφήσει μισόγερτη την πόρτα του δωματίου του. Είναι στο κρεβάτι και κάνει τον κοιμισμένο. Γδύνομαι και τρυπώνω δίπλα του. Είχε δίκιο, ήτανε σαν να είχαμε περάσει τη νύχτα μαζί και ξεκούραστοι ξανασμίγαμε το πρωί. Δεν θέλω ν' ανοίξω τα μάτια. Νιώθω τόσο καλά! Εκείνος κάνει να σηκωθεί, τον κρατάω να μην κουνήσει.

     — Πάω να φτιάξω καφέ, ψιθυρίζει, και χαλαρώνω το σφίξιμο.

     Ανοίγω τα μάτια. Παίρνει τώρα τη διπλή καφετιέρα, την ακουμπάει στο ηλεκτρικό καμινέτο. Σε λίγο ακούω το γουργουρητό του καφέ που βράζει.

     — Θα σου φέρω τον καφέ στο κρεβάτι.

     Πετάω μεμιάς τα σκεπάσματα. Ποτέ δεν μ' άρεσε να παίρνω πρωινό στο κρεβάτι, νομίζω πως είμαι άρρωστη. Βρίσκω το μπουρνούζι του Ζαν-Πωλ και τυλίγομαι.

     — Σου πάει, λέει εκείνος και ετοιμάζει το δίσκο.

Σκαρφαλώνω στο παράθυρο να βγω στο ταρατσάκι, ν' ανασάνω ξανά την πρωινή ανοιξιάτικη δροσιά. Τεντώνομαι στον ήλιο. Απέναντι ακριβώς είναι ένας μακρόστενος τοίχος. Tι τους έπιασε σήμερα και γράφουν στους τοίχους. Κάτι τεράστια κόκκινα γράμματα. Ε ΜΟΡΤΟ... Ένα μικρό καμιόνι, σταματημένο μπροστά, μ' εμποδίζει να διαβάσω τη συνέχεια. Ποιος να πέθανε; Σίγουρα κανένα στέλεχος του ιταλικού κομμουνιστικού κόμματος. To καμιονάκι ξεκινάει, φεύγει. Ε ΜΟΡΤΟ ΤΖΙΟΥΖΕΠΕ ΣΤΑΛΙΝ.

     — Ζαν-Πωλ...

     Ο Ζαν-Πωλ τρομάζει με την κραυγή μου κι έρχεται προς το παράθυρο με την καφετιέρα στο χέρι.

     — Tι έπαθες;

     — Πέθανε ο Στάλιν, λέω ξέπνοα και του δείχνω τον απέναντι τοίχο.

     — Δεν ήτανε και τόσο γέρος. Έλα μέσα, θα κρυώσει ο καφές.

     Τον κοιτάζω σαν τρελή. Tι μου λέει; Δεν ήτανε τόσο γέρος! Δρασκελίζω το παράθυρο και μπαίνω στο δωμάτιο. Τρέμω ολόκληρη.

     — Πέθανε. ΠΕΘΑΝΕ 0 ΣΤΑΛΙΝ. To καταλαβαίνεις;

     To λέω με λυγμούς αυτή τη φορά. 0 Ζαν-Πωλ με κοιτάζει όλο απορία.











     Τώρα φωνάζω υστερικά: Πέθανε ο Στάλιν! Πέθανε ο Στάλιν! Ο Ζαν-Πωλ μου σφίγγει τους καρπούς των χεριών να ηρεμήσω. Πέφτω στο κρεβάτι και δαγκώνω το μαξιλάρι να μην ξεφωνίζω άλλο.

     — Δάφνη, ηρέμησε.

     To είπε επιτιμητικά. Γυρίζω και τον κοιτάζω. Πίνει τον καφέ του. Πίνει καφέ! Μπορεί και καταπίνει! Σε λίγο μπορεί να θελήσει να ζωγραφίσει ή να ξαναπλαγιάσει μαζί μου! Κρατάει το φλιτζάνι και το χέρι του δεν τρέμει. Τα δάχτυλά του είναι μακριά και λεπτά με ροζ παιδιάστικα νύχια. Πιάνουν το πινέλο και ζωγραφίζουν. Δεν το 'πιασαν όμως ποτέ ξυλιασμένα και πρησμένα από τις χιονίστρες να γράψουν στον τοίχο. Να γράψουν: ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ. «Αν ήξερε ο Μουστάκιας τι τραβάμε», έλεγε το Κατινάκι πριν το εκτελέσουν. «Ξέρει ο Μουστάκιας τι κάνει» λέγαμε στην αρχή του πολέμου, όταν η Σοβιετική Ένωση υπέγραψε τη συνθήκη με τη Γερμανία του Χίτλερ. «Να δείτε που θα τους τη σκάσει, ο Μουστάκιας!». Κι εγώ που ονειρευόμουνα να τον δω με τα μάτια μου! «Ελπίζω να κάνεις Πρωτομαγιά στην Κόκκινη Πλατεία και να TON δεις», μου έγραφε η Μαρί-Τερέζ από το Παρίσι. Τώρα, τι θα γίνουμε χωρίς ΑΥΤΟΝ; Tι θα γίνει ο τόπος του; Tι θα γίνει ο κόσμος όλος;







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου