Η διαγραφή του Χριστόφορου

       Tον διαγράψανε κατηγορώντας τον ότι είναι πράκτορας της Γκεσταπό και είπανε σε όλους να τον απομονώσουν. Υπάκουσα τότε στην κομματική εντολή, έπαψα να πηγαίνω σπίτι του (ευτυχώς, ούτε ο Χριστόφορος πάτησε στο δικό μου) μια φορά μάλιστα τον συνάντησα τυχαία στο δρόμο και προσπέρασα σαν να ήτανε ο οιοσδήποτε ξένος, παρόλο που τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Η διαγραφή του Χριστόφορου μας ανακοινώθηκε στις αρχές Αυγούστου 1942, κάπου ένα μήνα μετά την εκτέλεση του Χάρη. Ο Αλέκος παραιτήθηκε τότε απ’ την Οργάνωση, εξαιτίας ακριβώς αυτής της διαγραφής, γιατί δεν πίστευε, λέει, στην ενοχή του Χριστόφορου. Η κατηγορία ήτανε, λέει, παράλογη και ασύστατη, κατηγορία πολιτικής σκοπιμότητας, γιατί ήταν γεγονός ότι ο Χριστόφορος είχε προσωπικές αντιλήψεις για την εαμική τακτική μας, ήταν γεγονός ότι διαφωνούσε σε αρκετά σημεία με τη γραμμή του Κόμματος, γκεσταπίτης όμως δεν υπήρξε ποτέ του και συνεπώς (κατά την άποψη πάντα του Αλέκου) η Οργάνωση κατέφυγε σε ένα χοντροειδέστατο ψέμα, για να απομονώσει τον Χριστόφορο μια και καλή, ή μάλλον να τον σβήσει από προσώπου γης, να τον εκτελέσει ηθικώς, ούτως ειπείν. Αν η Οργάνωση είχε αρκεστεί σε μια προφορική καταγγελία, μπορεί και να υπάκουε ο Αλέκος στην κομματική απόφαση, ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα διευθετηθούν, μα από τη στιγμή που κυκλοφόρησε πολυγραφημένη η απόφαση της διαγραφής, όπου αναφερότανε όχι μόνο το επαναστατικό του ψευδώνυμο (Χριστόφορος) μα και το πραγματικό του όνομα (Νίκος Ζακυνθινός) ακόμα και η πραγματική του διεύθυνση (Διδότου 343), απ’ τη στιγμή εκείνη ο Αλέκος πείστηκε απόλυτα πως η ηθική εκτέλεση του Χριστόφορου ήτανε οριστική και αμετάκλητη, έφτασε μάλιστα να μου πει ότι η δημοσίευσή της ισοδυναμούσε με κατάδοση του Χριστόφορου στις Αρχές Κατοχής, γιατί αν η Οργάνωση ήθελε να τον απομονώσει έφτανε και παράφτανε το επαναστατικό του ψευδώνυμο, μια και όλοι οι οργανωμένοι τον ξέρανε σαν Χριστόφορο. Ο Αλέκος μου εξήγησε ότι βρέθηκε σε «φοβερό δίλημμα», όχι τόσο επειδή είχε να διαλέξει ανάμεσα στο κομματικό καθήκον και στη φιλία του με τον Χριστόφορο, όσο γιατί έπρεπε να πάρει μια για πάντα μια απόφαση, αν θα υπάκουε δηλαδή στις κομματικές αποφάσεις, όποιες κι αν ήταν αυτές. Ελέγχοντας, λέει, τον εαυτό του, διεπίστωσε ότι δεν μπορεί να υπακούει σε διαταγές που δεν πιστεύει, υπέβαλε λοιπόν την παραίτηση του στον Φαντάρο, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί όπως πολύ σωστά του παρατήρησε ο Φαντάρος, «Το Κόμμα δεν είναι ούτε ιδιωτική επιχείρηση, ούτε δημόσια υπηρεσία απ’ την οποία παραιτείσαι όποτε θέλεις» και να το σκεφτεί καλά, γιατί τέτοιο πράγμα δεν ξανάγινε κι αν επιμένει, θα τον διαγράψουμε. Ο Φαντάρος με έστειλε τότε να μεταπείσω τον Αλέκο κι εγώ υπάκουσα βεβαίως, γιατί ήδη ο Αλέκος μου είχε πει πώς αισθανότανε και πρόσθεσε μάλιστα ότι το σκέφτεται σοβαρά να παραιτηθεί κι εγώ του είχα φέρει ήδη ένα σωρό επιχειρήματα για να τον μεταπείσω, χωρίς να πιστεύω είναι αλήθεια πως θα έφτανε ως την παραίτηση κι έτσι το βρήκα πολύ φυσικό να πάω και να του ξαναμιλήσω, γιατί αυτό βεβαίως ήταν το καθήκον μου, όπως ήτανε καθήκον μου να απομονώσω τον Χριστόφορο (τι σημασία είχε που τον ήξερα από παιδί, τι σημασία είχε που βγάλαμε μαζί το Γυμνάσιο, έξι χρόνια μαζί στο ίδιο θρανίο, τι σημασία είχε που παίξαμε βόλους στο προαύλιο και ο Χριστόφορος, κάθε φορά που σήκωνε τη μπίλια του, για να καθαρίσει τα χώματα με το χέρι, ξανάβαζε τη μπίλια, επιδεικτικά μπορώ να πω, μια σπιθαμή πιο πίσω, για να μη μου περάσει καν η ιδέα πως κάνει ζαβολιές, τι σημασία είχε που κι εγώ, μη θέλοντας να υστερήσω, το ‘χα πάρει τότε συνήθειο να βάζω τη δική μου μπίλια μισή σπιθαμή πιο πίσω, τι αποδείχνει αυτό αν όχι ότι ο Χριστόφορος ήτανε φοβερά εγωιστής κατά βάθος κι έκρυβε τον εγωισμό του κάτω από μια επίφαση ντομπροσύνης και υπέρτατης τιμιότητας, κρύβοντας την αχαλίνωτη φιλοδοξία του, τον αριβισμό του, που δεν αποκλείεται καθόλου να τον έσπρωξε ως την προδοσία και λοιπόν, πολύ σωστά ενεργούσε η Οργάνωση καταγγέλλοντάς τον, έστω κι αν δεν έφτασε να γίνει πράγματι γκεσταπίτης, δεδομένου ότι η συμπεριφορά του, όντας διασπαστική, ήτανε σε τελευταία ανάλυση γκεσταπίτικη και ποιος ήμουνα εγώ στο τέλος τέλος, από πού κι ως πού δηλαδή θα μπορούσα να ξέρω τον Χριστόφορο καλύτερα απ’ ό,τι τον ήξερε η Οργάνωση;)….


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου