Ρε ρουφιάνοι

       Ξεχειμωνιάσαμε στο Εσκί Σεχίρ. Εκεί εγκαταστάθηκε η στρατιά. Εκεί δράσαμε μ’ αυτόν τον Δημητρέσα. Είχαν το μπαϊράμι τους μια φορά, όπως η δική μας Λαμπρή. Φύγαμε οι δυο μας από τον λόχο, μας πιάναν οι αξιωματικοί, τι είσαστε εσείς, τέτοια. Σηκωνόμαστε με τα ντουφέκια μας, πάμε σαν εδώ και τον Μαραθώνα. Ήταν ένας κάμπος από πίσω. Πάμε, δεν βρίσκαμε τίποτα, ήταν το μπαϊράμι. Καμιά φορά βλέπουμε δύο βόδια και μια γυναίκα. Ήταν και ένας Τούρκος. Πάμε με τα ντουφέκια εμείς εκεί κάτω. Μόλις πιάνουμε τη γυναίκα κάτι λέει ο άντρας. Τον βάζουμε σε μια βατιώνα μέσα. Όχι, όχι, κάνετε, κάνετε. Την τραβάμε, αυτός ο πούστης ο Δημητρέσας, δεν του καθότανε, της κοπανάει μια μπούφλα στη μύτη, την πήραν τα αίματα. Την πάει στο ποτάμι στην άκρη και πλενότανε. Πήγα εγώ κοντά της, δεν πρόλαβα να κάνω τίποτα, μου έπιασε έτσι φωτιά. Θέλεις από φόβο, θέλεις που έκλαιγε εκείνη.
       Έφυγε ο Τούρκος, πήγε στον αξιωματικό, μας κατάγγειλε. Δυο στρατιώτες αυτό κι αυτό. Εμείς τραβήξαμε για τον Κερκέζο. Ήταν ένα άλλο χωριό, Κερκέζοι, αντικεμαλικοί. Κάνω έτσι, βλέπω να έρχονται από μακριά Τουρκαλάδες. Τώρα, λέω του Δημητρέσα, βάλε κλισιοσκόπιο όσο θέλεις. Τετρακόσια μέτρα. Αρχίσαμε τις ντουφεκιές, τους σκορπίσαμε. Ερχόντουσαν για μας. Πάμε στον Κερκέζο. Τους κερατάδες, λέει, δεν περιμένατε να τους σκοτώστε όλους;
       Γυρίζουμε στο λόχο. Ήσαν εκεί πέρα παγαιμένοι αυτοί. Ότι γαμήσαμε την Τουρκάλα. Λέω εγώ, να αλλάξουμε ρούχα. Βαρεί προσκλητήριο δύο η ώρα. Τους είπα των αλλωνών: Προσέχτε καλά. Και κείνου του Τούρκου: Όπου να πας θα σε κάψουμε αν μας μαρτυρήσεις. Μας βάλανε στη σειρά.
       Μήπως είναι τούτος; Γιοκ, γιοκ, γιοκ. Γιοκ θα πει όχι.
       Φτάνουν σε μένα. Μην είναι αυτός; Δεν τσάκισε το μάτι μου. Γιοκ, τζάνε μ’, γιοκ.
       Πήγανε και στον Δημητρέσα, που ξέραν ότι ήμαστε κυνηγοί οι δυο μας. Γιοκ, γιοκ, γιοκ.
       Λοιπόν, τους καλεί ο λοχαγός στο γραφείο του. Ηπειρώτης ήτανε, είχε καεί από μας. Τον άντρα και την Τουρκάλα.
       Τους λέει, γνωρίσατε κανέναν; Όχι. Τους λέει, τα δικά μου παιδιά να κάνουν τέτοια πράγματα; Και τον αρχινάει στα σκαμπίλια. Εκείνον.
       Εφύγανε, μας καλεί εμάς.
       Ρε ρουφιάνοι, δεν σας είπα να προσέχετε, να μη σας βρίσκουν; Ποιος μας βρήκε, του λέω;
       Επέμεναν ο λοχίας ο τάδε, ο επιλοχίας, ότι ήμαστουν εμείς. Τέτοια.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου