Κι ήταν ακριβώς τότε που βάλθηκα να ξερνώ φασισμούς και κονφορμισμούς κι αλάφρωνα το στομάχι μου όσο γίνεται – μια φορά μ’ είχαν καλέσει στη Μεσογείων, όσο περίμενα στο διάδρομο να με φωνάξουν, πρόσεχα απέναντί μου έναν ηλικιωμένο άντρα, ταπεινό κι αδρό σαν ξυλογραφία, κι αναρωτιόμουν τι να ’ναι. Όταν ανοίγει η πόρτα ενός γραφείου κι έσερναν δυο μια κοπελίτσα κίτρινη κι αναμαλλιασμένη. Μόλις είδε τον άντρα φωτίστηκε και φώναζε πατέρα πατέρα. Αμέσως τρέχουν οι δυο παλικαράδες κι αρχίζουν στις γροθιές τον πατέρα: ποιος σου είπε κάθαρμα, ν’ ανεβείς εδώ; Αυτά όλα σε πέντε το πολύ λεπτά. Μετά ο διάδρομος νέκρωσε. Όμως εγώ δεν είχα ξαναδεί να χτυπούν γέρο άνθρωπο και τα μάτια του ξαναγύριζαν ολοένα μπροστά μου για καιρό. Μετά τη μεταπολίτευση, τους πρώτους μήνες που ήμαστε στους μεγάλους μας αναβρασμούς, τότε με τις χαρές και τα συνθήματα, ένα απόγευμα είχα κολλήσει έξω απ’ το Πολυτεχνείο σ’ ένα πηγαδάκι και τους άκουα να τα λένε. Εκεί λοιπόν ανάμεσα πήρε το μάτι μου και τον ηλικιωμένο άντρα απ’ τη Μεσογείων. Συγκινήθηκα σαν να ’βλεπα πολυαγαπημένο μου πρόσωπο. Τον πλησίσα και τον κοίταζα. Είχε ανάψει το πρόσωπό του κι ανάμεσα στ’ άλλα που επαναλάμβανε ήταν και το τροπάριο: προβοκάτορες διασπαστές. Κάτι νεαροί τον πρόσεχαν γελώντας ειρωνικά. Αυτός συνέχιζε ολόστεγνος και βαθούλωναν τα μάτια του. Σε μια στιγμή αρπάζει ένα νεαρό απ’ το γιακά και προτού προλάβουμε να καταλάβουμε τον χαστούκισε έξαλλος από θυμό. Μας φώναζε όλους αληταράδες, χαμένα κορμιά, όργανα της CIA κι άρχισε να μας μουτζώνει όπως τον κοιτάζαμε ξαφνιασμένοι. Μετά γύρισε την πλάτη και χώθηκε στην ουρά της συγκοινωνίας. Ένας νεαρός πρόλαβε και του φώναξε: Εκεί στην ουρά, ζώο, στη θέση σου. Κοίταζα το σβέρκο του γέρου όπως καμωνόταν τον αδιάφορο κι έλεγα πόσο αλλιώτικος ήταν όταν τον γρονθοκοπούσαν οι μπάτσοι – τότε είναι που βάλθηκα να ξερνώ τους μικρούς τους φασισμούς που αποστεγνώνουν τους ανθρώπους και τους απλούς κονφορμισμούς που σιδεροφράζουν τις ιδεολογίες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου