Ήταν η τελευταία του μπόρα



Και βρέθηκαν πίσω… στα πλάγια… και τέλος μπροστά στον γνώριμό τους Σέρκα. Στο αδιανόητο. Καθόταν σε μια πέτρα, σ’ ένα βραχάκι, με τους αγκώνες του να ισορροπούν καλά πάνω στα γόνατα, ελαφρά γερμένος προς τη γη, με τις παλάμες την μια μέσα στην άλλη, ενώ το πρόσωπο ήταν ελαφρά ανυψωμένο, και δη τα φρύδια: τα μάτια από κάτω κοιτούσαν πέρα –πολύ πιο πέρα απ’ τους δυο που στάθηκαν αντίκρυ του-, μ’ ένα βλέμμα… ένα κράμα από συναισθήματα καταπλήξεως, θαυμασμού και τρόμου που δεν είχε φαίνεται τον καιρό να καταστείλει.
Του απηύθυναν τον λόγο –κρατώντας την ανάσα τους-, μα φυσικά δεν έλαβαν απάντηση. Και δεν τόλμησαν να τον πλησιάσουν πιο πολύ, να τον αγγίξουν στον ώμο, να τον σκουντήξουν –«Φίλε ας τις πλάκες»… Δεν το τόλμησαν. Εκτός απ’ τα δυο σκυλιά που πήγαν κοντύτερα κι άρχισαν να τον γαυγίζουν μαλακά, φοβισμένα, μισοάγρια, ανόητα σε τελευταία ανάλυση, σαν κουτάβια που τώρα μαθαίνουν να γαυγίζουν, πλην όμως –ό,τι κι αν λέμε- τα σκυλιά τον παρακαλούσαν να κουνηθεί, να ξυπνήσει, να σηκώσει το χέρι του καταπάνω τους.
Και τίποτα το αληθινά δυσβάσταχτο στην όψη του, τίποτα το αλλοιωμένο, το παγερό –τίποτα, πέρα απ’ την απόλυτη ακινησία (κι εκείνο το γυάλινο πια βλέμμα), που να σε βεβαιώνει απ’ τις πρώτες στιγμές πως δεν είχε ίχνος ζωής στα σωθικά του. Ωσάν να στοιχημάτισε πως θα μπορούσε να μείνει πολλές ώρες σ’ αυτήν την στάση, ένα ολόκληρο μερόνυχτο, και το κατάφερνε˙ το κατάφερνε˙ αν σκεφτόταν να το κάνει αυτό σε πολυσύχναστο πέρασμα μιας πόλης θα έριχναν κέρματα οι περαστικοί στα πόδια του, θα τον ασήμωναν γι’ αυτήν την ικανότητα… μέχρι που θ’ άρχιζαν κάποια στιγμή να ωρύονται, να σκορπούν σαν περιστέρια σε ντουφεκιά. Τώρα σ’ αυτήν την ερημιά…
«Καλύτερα να τον έβλεπα κομμάτια… μπρούμυτα έστω, ανάσκελα… Κάτι θα καταλάβαινα, θα έβρισκα μιαν άκρη» μουρμούρισε ο ένας.
«Ο όρθιος θάνατος που λένε˙ αυτό είναι» μουρμούρισε ο άλλος.
Όρθιο θάνατο έλεγαν εκείνον που σε παίρνει στα ξαφνικά, ακαριαία, δίχως μάχη, δίχως παζάρια (όρθιος μάλλον ο θανών, ο πίπτων πρηνής έστω), κι από μια άποψη τυχεροί οι θνητοί που πήγαν από τέτοιον θάνατο, που δεν σούρθηκαν σε αρρώστειες κι άδικους εξευτελισμούς, δεν πρόλαβαν να καταλάβουν τι τους γίνεται, να θυμηθούν, να θυμώσουν εις μάτην ή να υποταχθούν. (Κι αρκεί βεβαίως να τους βρήκε το ξαφνικό σε μια λογική του βίου τους ώρα.)
Όμως τώρα δεν αντίκρυζαν μόνο έναν «όρθιο θάνατο», έναν νεκρό καθισμένον σε πέτρα, σε βραχάκι, ωσάν να ήταν ολοζώντανος, με το βλέμμα γεμάτο δέος κι εκείνες τις ζάρες στο μέτωπο, τ’ ανυψωμένα φρύδια… Τώρα –όταν οι δυο βοσκοί τον πλησίασαν περισσότερο κι έσκυψαν μπροστά του- είδαν το περιεργότερο απ’ ό,τι έμελλε να δουν ποτέ τα μάτια τους, κάτι για το οποίο είχαν ακούσει ότι συμβαίνει κάποτε, μα όμως αδυνατούσαν να το πιστέψουν πραγματικά: στο αριστερό μάγουλο του νεκρού ήταν σαφέστατα αποτυπωμένη η εικόνα του φλοιού ενός δέντρου. Όπως σε μια φωτογραφία, σ’ ένα ωραίο τατουάζ, σε μια λεπτή χαρακτική – μια τέλεια απεικόνιση. Κι όταν αυτόβουλα τα μάτια τους στράφηκαν προς το παρακείμενο δέντρο, προς τον κορμό του, είδαν την ίδια εικόνα ολοκληρωμένη, στο φυσικό της˙ είδαν τον φλοιό που θέλησε να χαρίσει στην παρειά του Σέρκα –με τον παραδοξότερο ασφαλώς τρόπο- ένα μικρό, σαφώς διακριτικό τμήμα του.
Κι αυτό τους βοήθησε –μες στην αλλοφροσύνη, μες στην παγωμάρα τους- να βρουν μια άκρη, μια εξήγηση.
«Είπα καλύτερα να τον έβλεπα κομμάτια, μα όχι… α, όχι» ψιθύρισε ο Φώτης. «Αφού ήταν να του συμβεί αυτό, καλύτερα που τον άφησε άθικτο, απλήγωτο, στην θέση που είχε πριν… πριν… πριν…» (Δεν μπορούσε να βρει τι ήθελε να πει, δεν ήταν σίγουρος αν έψαχνε να βρει κάτι, η γλώσσα του είχε κολλήσει στο «πριν».)
«Πριν» τον βοήθησε ο Κίμων.
Η φρίκη τους έδινε θαρρείς καινούργια δύναμη, ζήτησαν κι απ’ τα σκυλιά να σωπάσουν. Και θυμήθηκαν ότι χθες τέτοια ώρα πάνω-κάτω, είχε πιάσει μια ξαφνική μπόρα, μια μικρή θύελλα. Ο ένας είχε πονόδοντο, έμεινε στο στρώμα του, ο άλλος βγήκε μόνος να κοιτάξει τα ζώα. Όταν γύρισε, είπε στον πονεμένο: «Μια καλή βροχούλα, αρχοντική, μα πέφτουν κάτι κεραυνοί!... Χαλάει ο κόσμος», και χώθηκε κι αυτός στο δικό του στρώμα κι ας μην είχε πονόδοντο. Λούφαξαν, μισοκοιμήθηκαν, κι όταν άνοιξαν πάλι τα μάτια, όλα έξω είχαν περάσει, ο ήλιος ξαναέλαμπε. Είχε λουφάξει κι ο πονόδοντος.
«Ήταν η τελευταία του μπόρα, το τελευταίο του να πούμε μεγαλείο».
«Μμμ… ένας από κείνους τους κεραυνούς ήταν… πώς για; τι άλλο; Βρήκε τον εκλεκτό του».
Αυτά είπαν. Και τον άγγιξαν στα ρούχα, στα μανίκια – πρώτα τον άγγιξαν και μετά τους έπιασε πανικός: μπορούσε να σωριαστεί ολόκληρος, να μείνει μόνο η τέφρα του. Καθ’ ότι υπήρχαν και τέτοιες ακραίες εκδοχές, είχαν ακούσει και τέτοια. Αλλά δεν ήταν η περίπτωση. Κι έτσι τον ξαναάγγιξαν… ένα χέρι τόλμησε να πάει και στα σπαστά μαλλιά του που είχαν το χρώμα του χώματος. Και τα βρήκαν όλα στεγνά, σχεδόν ξεραμένα, αλλά βέβαια, μετά την βροχή, τον περιέλαβε ο ήλιος, το αεράκι… Ένα σωρό αεράκια είχαν φυσήξει μετά από κείνην την σύντομη θύελλα –χθεσινή κιόλας-, ένα σωρό λιακάδες είχαν πέσει.
Κι έπιασαν να του λεν ένα τραγούδι –«Ήλιος που τρώει τα ρούχα σου κι αέρας τα μαλλιά σου…»-, και δεν ήθελαν να ξέρουν τι θα κάνουν μετά, πώς θα το υπομείνουν,πώς θα κατέβουν να το πουν και στους ανθρώπους.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου