Τα χαράματα ξύπνησα. Τα πόδια μου έκαιγαν. Ξύπνησα και τους άλλους. Έβγαλα έναν μπερέ που είχα στο σακίδιο κι έδεσα το δεξί. Με το φώτημα κινήσαμε. Στην αρχή δεν μπόρηγα να περπατήσω. Ύστερα έστρωσα. Ως το μεσημέρι ψάχναμε για νερό. Στο τέλος βρήκαμε κοντά σε κάτι αμπέλια. Ήταν ένας βράχος υγρός γεμάτος μούσκλια, κι από μια σκισμή έσταζε κάθε τόσο.
Ο Μπρατίτσας έβαλε το παγούρι του να γεμίσει κι όσο να πιάσει λίγο, παίρναμε μούσκλια και βρέχαμε τα χείλια μας.
Σε λίγο ήπιαμε από μια γουλιά και ξαναβάλαμε το παγούρι. Φύσαγε λίβας. Ερχότανε καυτός απ’ τη μεριά του και η γη μπροστά μας ασφυκτιούσε. Σαν να ’λιωναν οι αδένες της. Πέσαμε δίπλα δίπλα στη ρίζα του βράχου και περιμέναμε να γεμίσει το παγούρι. Ξέραμε πως θα πεθάνουμε μέσα σε τούτο το καλοκαίρι. Μπροστά μας τ’ αμπέλια και οι συκιές που τα παράστεκαν στις άκρες, ωρίμαζαν μια γλύκα αβάσταγη. Ο Μπρατίτσας σηκώθη πήρε το παγούρι. Το ’δωσε πρώτα στον Νικήτα, ύστερα σε μένα.
Δυο ζευγαρωμένες ακρίδες ήρθαν κι έπεσαν μπροστά μας. Τα σκληρά μεταλλικά κορμιά τους γυάλιζαν ακίνητα παραδομένα στην έξαρσή τους. Ο Μπρατίτσας άδειασε λίγο νερό στα πόδια τους. Μετατοπίστηκαν και ξαναπέταξαν καβάλα.
Ο Νικήτας έλυσε το χέρι του. Το αίμα είχε ξεραθεί και είχε κοριάσει πάνω στην αλατζαδένια πετσέτα. Του το ’πλυνε ο Μπρατίτσας και του το ’δεσε. Έπειτα ξανάβαλε το παγούρι στον βράχο.
Ένοιωθα ένα μυρμήδισμα στα σκέλια μου. Ένιωθα το χώμα στην κοιλιά μου ζεστό. Και οι πατούσες μου πόναγαν γλυκά. ‘Ήταν ένα κύμα ζωής, μια αντίδραση από τις ίνες μου. Πριν τρία χρόνια τέτοιες μέρες κατεβαίναμε στο ποτάμι. Οι γυναίκες σήκωναν τα φουστάνια, έμπαιναν ως το γόνατο και κοπάναγαν.
Μείναμε κει ώσπου γύρισε ο ήλιος. Τότε ακούσαμε από μακριά έναν πυροβολισμό. Ο Μπρατίτσας σηκώθηκε και πέρασε το παγούρι στο ζουνάρι του.
Σε πέντ’ έξι λεφτά ακούσαμε από αντίθετα έναν άλλο, πολύ πιο κοντά. Σουρθήκαμε μες στ’ αμπέλια. Το χώμα ήταν φρυγμένο, τριβότανε. Βγήκαμε στην άλλη άκρη και σταθήκαμε. Δεξιά μας το έδαφος έκανε μια κλίση απότομη και κατηφόριζε σε χαράδρα. Από το μέρος που ακούσαμε τον πρώτο πυροβολισμό είδαμε μια εικοσαριά πολίτες με ντουφέκια. Σταμάτησαν στον βράχο με το νερό και κάποιος πρόσεξε τ’ αχνάρια μας στην άκρη του αμπελιού.
Πήραμε θέση και τους χτυπήσαμε. Ξαφνιάστηκαν κι έπεσαν χάμω. Βρήκαμε ευκαιρία και κάναμε κάτω προς τη χαράδρα. Το έδαφος αγρίευε πάλι, όλο τσαλί και τσουγκάρι. Ελπίσαμε πως θα βρούμε εκεί κανένα μέρος να λουφάξουμε. Αλλά μας χτύπησαν κι από αντίκρυ, από την άλλη μεριά.
Ήταν στρατιώτες αυτοί. Είδαμε τους μισούς που χώρισαν να μας βγουν μπροστά. Οι άλλοι μισοί μας πήραν από πίσω. Τρέχαμε να προλάβουμε. Μπροστά πήγαινε ο Μπρατίτσας, κοντά του ο Νικήτας. Εγώ ήμουνα τελευταίος, ξυπόλυτος, και ίδρωνα να μην ξεμείνω.
Κάποια στιγμή ο Νικήτας γλίστρησε και τον είδα να πέφτει. Ο Μπρατίτσας έκανε να γυρίσει, δεν τον έπαιρνε ο καιρός. Άρχισαν να του ρίχνουν από πάνω. Φώναξε δυο φορές Νικήτα, Νικήτα και λογαριάζοντας ότι είχε χτυπηθεί συνέχισε το φευγιό του. Έφτασα εκεί λαχανιασμένος και σταμάτησα. Μπροστά μου γινόταν χαλασμός. Και οι άλλοι από πίσω ζύγωναν. Είπα πως είναι το τέλος. Ώσπου είδα τον Νικήτα μέσα σε μια πατουλιά σπάλαθρα να με αδράχνει από την αρίδα και να με τραβάει δίπλα του.
Οι στρατιώτες πέρασαν από πάνω μας πυροβολώντας. Βλέπαμε τα πόδια τους να μας δρασκελάνε. Φρούμαζαν αγριεμένοι σαν τα ζαγάρια πίσω απ’ το καπρί. Μάκρυναν και οι πέτρες κατρακύλαγαν ακόμα πίσω τους.
Θα πρέπει να ’χαν βγει στο διάσελο που ακούσαμε το ντουφεκίδι να πυκνώνει κι αμέσως έπειτα έναν ομαδικό αλαλαγμό. Τεντώσαμε τ’ αφτιά μας και μες στην ησυχία που ακολούθησε ο Νικήτας έπεσε πάνω στα γόνατα του και τ’ αγκάλιασε σφιχτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου