Το ταξίδι για την Αμερική (α' μέρος)

Ταξιδεύαμε προς το Παλέρμο Ιταλίας. Κόψαμε ένα μερόνυχτο και πέσαμε σε βαθιά νερά.
Σαν μαυρογαλανή η θάλασσα και οι περισσότεροι επιβάτες ζαλιστήκανε.
Ήμαστουν κοντά τρεις χιλιάδες από διάφορες φυλές: Έλληνες, Βούλγαροι, Αλβανοί, Τούρκοι, Ρώσοι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αυστριακοί. Σε δυο μέρες φτάσαμε κοντά στο Παλέρμο. Ήταν ένα λιμάνι μισοφτιαγμένο, γύρω στα είκοσι λεπτά μακριά απ’ την πόλη. Εκεί σ’ ένα άκρο έριξε άγκυρα το πλοίο.
Κίνησαν βάρκες απ’ τον γιαλό, έφταναν ως το μέσο του λιμανιού, το λιμάνι ατέλειωτο και ο καιρός λωβός, φυσούρα, δεν τις άφηνε να πλησιάσουν. Τρεις ώρες τρώγονταν, μόνο μία μπόρεσε να βγει. Ήρθε στο πλοίο, πήρε τα χαρτιά του και έφυγε.
Αγνάντια του λιμανιού ήσαν τα ναυπηγεία.
Μείναμε εκεί έξι ώρες, όχι παραπάνω, και το πλοίο άρχισε να σηκώνει άγκυρα. Αλλά η άγκυρά του είχε κολλήσει σε βράχο και πάλεψε ώρα να λευτερωθεί.
Στο τέλος τα καταφέραμε και φύγαμε.
Ξημερωθήκαμε στο Γιβραλτάρ. Δεξιά καθώς τραβάγαμε για Αμερική είναι ένα βουνό, κούφιο όλο από μέσα, γεμάτο στόλο αγγλικό, μαυριάδες και φιδόπλοια πολεμικά για ώρα ανάγκης. Μείναμε άλλες έξι ώρες εκεί, χωρίς να βγει κανένας όξω. Κ’ ύστερα ανοιχτήκαμε στον μεγάλο Ωκεανό.
Τρεις μέρες προχωρήσαμε. Τη Τρίτη, νύχτα μεσάνυχτα, το πλοίο χάλασε, χωρίς να καταλάβουμε τίποτα εμείς.
Μονάχα οι πλοίαρχοι και οι μηχανικοί το ήξεραν, κι αντί για μπρος, γύριζε πίσω.
Το διόρθωσαν κι άρχισε πάλι να πηγαίνει, αλλά ψεύτικο διόρθωμα, έκανε μονάχα οχτώ μίλια.
Δυο ώρες με τα πόδια, μια με το πλοίο Αυστροαμερικάνα.
Έγερνε και στα πλάγια. Τεντωνόμασταν χάμω και πιάναμε το νερό της θάλασσας όταν ήταν γαλανή. Όταν ήταν καιρός μαύρα φίδια μας έτρωγαν. Η ψυχή του κόσμου ήταν βυθισμένη στον φόβο.
Για φαγητό έσφαζαν και μας έδιναν κάτι παλιάλογα.
Τα βλέπαμε, τα είχαν στα αμπάρια, και τα σιχαινόμασταν. Τρεις τέσσεροι από μας τα έτρωγαν, έκλειναν τα μάτια, η καρδιά του το δεχότανε. Οι άλλοι κιντυνεύαμε από ασιτία.
Καμιά βδομάδα τη βγάλαμε μ’ αυτά που είχαμε ψωνίσει στην Πάτρα. Αλλά σωθήκανε.
Μαζευτήκαμε τότε και πήγαμε στον καπετάνιο και τον παρακαλέσαμε να μαγειρεύουμε φασόλια μπακαλάο φακές.
Καταφέραμε να βάλουμε μάγερα δικό μας, ταξιδιώτη.
Μας έδιναν κάτι ρέγκες με σκουλήκια, χαλασμένες, τις πετάγαμε. Μόλις τα πετάγαμε εμείς, βούταγαν Αλβανοί και άλλες φυλές, τις άρπαζαν.
Ζούσαμε μέσα σ’ αυτή τη φρίκη, από κάτω θάλασσα από πάνω ουρανός.
Έπειτα άρχιζε να κοχλάζει η ψείρα. Κάθονταν όρθιες στα πανωφόρια των επιβατών, άσπρες με ουρά. Και όλοι μαρτύραγαν από φαγούρα ατελείωτη.
Εμείς είχαμε αλειφτεί με τον υδράργυρο, δεν είδαμε τέτοιο πράγμα στα κορμιά μας. Σε λίγες μέρες, με την αργοπορία του πλοίου το νερό λιγόστεψε. Τρεις χιλιάδες κόσμος που ήμαστουν μέσα διψάσαμε.
Μαζευόμαστουν μυρμηγκιά με τις βίκες μπροστά στα τεπόζιτα και εκεί γονόταν χαλασμός.
Πάω μια φορά μ’ ένα μανώλο, ήρθε η σειρά μου, μου μπαίνει ένας Αυστριακός μπροστά. Δεν κρατήθηκα, σηκώνω το μανώλο, του το κοπανάω στο κεφάλι, του το κάνω λιώμα.
Το ’σκασα και ανακατεύτηκα με τους άλλους, δεν μπόρεσαν να με γνωρίσουν. Τον Αυστριακό τον πήραν σηκωτό, τον πήγαν στους γιατρούς, τον έδεσαν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου