Εδώ με γνωρίζουν πολλοί





       Έπειτα άρχισε η ανεργία του ’908 και όποιος είχε έτρωγε. Εμείς, ήταν το σαλούνι, βαστιότανε με το στανιό και τα γυρίζαμε. Δεν είχα μήνα στο Ποκατέλο, μια μέρα έρχουνται γυρεύοντας δυο κλητήρες. Αυτοί ήσαν μυστικοί, της καταδιώξεως, και δεν γνωρίζονταν γιατί είχαν το κουμπί από μέσα. Πήγαν στον Γιάννη και τον ρώτησαν, πού είναι ο αδερφός σου Αντρέας Κορδοπάτης. Τους είπε, πέρασε από δω, αλλά δεν ξέρω πια. Βρήκαν μέσα τον Πάνο και τον κράτησαν για ύποπτο, μην ήμουν εγώ. Ύστερα ρώτησαν πού είναι το σπίτι για να ψάξουν.
Κίνησαν με τον Γιάννη, μαζί κι ο Πάνος κρατούμενος.
Στο δρόμο έριχνε χιόνι, απάντησαν τον Κώστα Πίφα.
Του λέει ο Γιάννης κρυφά:
Ο Αντρέας είναι σπίτι;
Ναι.
Γρήγορα να πας από άλλον δρόμο, αυτοί είναι μυστικοί, να φύγει γιατί θα τον πιάσουν.
Τράβηξαν λίγο κι ο Γιάννης άρχισε να αλλάζει τερσέκια να τους χασομερήσει.
Έρχεται ο άνθρωπος λαχανιασμένος, μου λέει, φεύγα αμέσως, σ’ έπιασαν.
Τρέμει η καρδιά μου από τον φόβο, πετάγουμε για ένα λεφτό, παίρνω μια μπλούζα στον ώμο, τη σκούφια μου, κάτι παντόφλες και βγαίνουμε απ’ το πίσω μέρος.
Όσο να βγούμε, βροντάει μπροστά η πόρτα. Αλλά ήμαστουν σε δρόμο απόμερο, το βάλαμε στα πόδια.
Τραβήξαμε κάνα χιλιόμετρο όξω από την πόλη.
Εκεί ήταν ένας Σπαρτιάτης, είχε αγοράσει τόπο και είχε χτίσει σπίτι, παντρεμένος, όνομα Κωστόπουλος. Κι έφτιανε γλυκά. Έμεινα πέντε μέρες σ’ αυτουνού. Αλλά ο φόβος με δούλευε γιατί πέρναγαν κάρα, πήγαιναν στα σφαγεία μακριά κι έπαιρναν κρέατα.
Χαράματα ποτέ δεν έκλεισα μάτι.
Στις πέντε μέρες στέλνει ο αδερφός μου έναν γνωστό με εκατό δολάρια. Με παίρνει και με πάει σ’ ένα ξενοδοχείο στη μέση της πολιτείας, νέο, φρεσκοφτιαγμένο. Μου έδωσε τα εκατό δολάρια να μένω μέσα, να κατεβαίνω για φαΐ και να ξανανεβαίνω.
Άνθρωπο δεν γνώριζα, δεν ήξερα τη γλώσσα, μου ερχόταν μαχαιριά.
Έπαιρνα κάτι βιβλία αμερικάνικα τάχα ότι κοίταζα, δεν ήξερα να διαβάζω, μόνο που σκότωνα την ώρα.
Έμεινα στο ξενοδοχείο δέκα μέρες και στέλνει άλλον ο αδερφός μου, μου λέει, πάμε στον Γιάννη. Πήγαμε βράδυ από τα απόκεντρα, στο μέρος που κοιμόταν.
Μου λέει, ετοιμάσου να φύγεις το πρωί για το Σανλαίκι Σίτι. Από κει θα σε στείλω στο Ροκ Σπριγκ να εργαστείς στις μίνες.
Μου έδωσε και άλλα χρήματα για έξοδα, εισιτήριο δεν πλήρωνα. Θα πήγαινα φρι για λογαριασμό της κομπανίας Όρεγκον Σιόρλάιν. Την είχε αυτή ένας Βασίλειος Καραβέλης.
Το πρωί μπήκα στο τρένο μαζί με έναν Κωμαίο Νικόλαο Αντωνόπουλο. Μέσα ήταν κι ο ίδιος ο Καραβέλης, πρώτη θέση.
Φτάσαμε στο Σανλαίκι και βγήκαμε έξω σε σαλούνια ελληνικά. Μόλις παρουσιαζόμαστουν με γνώριζαν οι άνθρωποι ότι ήμουνα αδερφός των Κορδοπαταίων, του Γιάννη και του Δήμου. Εγώ δεν ήθελα να φανερωθώ τους το έκρυβα. Έλεγα ότι είμαι από το Βαλτεσινίκο Γορτυνίας.
Μου απάνταγαν:
Εσύ είσαι ο αδερφός αυτών, μούτρα μαλλιά και διάφορα, ίδια.
Ας ήσαν Ρουμελιώτες, Κρητικοί, νησιώτες, όσοι είχαν δουλέψει με τα αδέρφια μου με γνώριζαν.
Ήμαστουν στο τρίτο σαλούνι και μπαίνουν μέσα κάτι κλητήρες της πόλεως, δυο μέτρα ο καθένας, δεμένοι, εκατόν είκοσι κιλά, τα μπράτσα τους γεμάτα. Φόβος με έπιασε μήπως με ανακαλύψουν.
Στρίβω έξω με τον Αντωνόπουλο, του λέω, να βρω τον Καραβέλη να του γυρέψω ένα φρι πες, να γυρίσω πάλι στο Ποκατέλο.
Πήγα τον βρήκα, του είπα, εδώ με γνωρίζουν πολλοί. Δώσε μια σημείωση να πάρω εισιτήριο να γυρίσω πίσω.
Πήρα τη σημείωση και ο Αντωνόπουλος με ανέβασε με την αλεβέτα στα γραφεία και βγάλαμε το εισιτήριο και ταχτοποιήθηκα. Έπειτα πήγαμε στον σταθμό, μπήκα στο τρένο και έφυγα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου