Το ταξίδι για την Αμερική (β' μέρος)

Έτσι ταξιδεύαμε αργά, το καράβι οκνό και η δίψα μας μεγάλωνε περσότερο.
Ένα βράδυ έπιασε φουρτούνα δυνατή. Αρχίσαμε να πηγαίνουμε μια του ύψους μια του βάθους.
Άνοιγε η θάλασσα, το πλοίο χωνόταν μέσα, πετάγονταν τα νερά, έκαναν δυο βουνά κι αυτό στη μέση.
Ερχόταν το ’να βουνό το βάραγε, τώρα θα σπάσει λέγαμε, άνοιγε ρέμα, ερχόταν το άλλο, καινούργιο κοπάνημα.
Όσο κράτησε η ταραχή υποφέραμε. Ύστερα απότομα σταμάτησε. Ήταν μια ωραία αυγή, ήταν τόσο γαλανή η θάλασσα, τόσο ήσυχη.
Βγήκαμε απάνω όλοι και αραδιαστήκαμε στα ρέλια. Τότε είδαμε μακριά ένα κοπάδι δελφίνια, τρεις οργιές μάκρος το καθένα να παίζουν στο νερό. Την άλλη μέρα φτάσαμε στα νησιά της Φλώριδας.
Διακρίναμε φανάρια δεξιά κι αριστερά να κανονίζουν ρότα τα καράβια. Τα προσπεράσαμε, απαντήσαμε άλλα, είπαμε πλησιάζουμε. Αλλά είχαμε καιρό. Και η δίψα του κόσμου φούντωσε.
Το πλοίο δεν είχε νερό, πάγο όχι, διυλιστήριο να παίρνει από τη θάλασσα όχι. Έπιανε θάλασσα για πλύσιμο, το βάναμε στο στόμα μας,να ξεγελιόμαστε, το στόμα μας γινότανε φαρμάκι.
Είχαμε ακόμα δρόμο να φτάσουμε στη Νέα Ορλεάνη κι ένα δειλινό του Νοεμβρίου, κατά τις είκοσι πέντε, της Αγίας Αικατερίνης, ακούμε ένα μεγάλο κρότο και το πλοίο ταράχθη ολόκληρο.
Έπεσαν τα πράγματα του κόσμου από κει που ήσαν βαλμένα, άρχισαν να σφυρίζουν τα φουγάρα, μας έπιασε πανικός.
Φωνές και οι μηχανικοί στο πόδι.
Βράδιασε και το πλοίο σήκωσε φώτα κινδύνου. Αναδευόμαστουν σαν τα σκουλήκια και μην μπορώντας να κάνουμε τίποτα, μας πήρε το παράπονο.
Τρεις χιλιάδες άνθρωποι να πάμε όλοι στον πάτο.
Πολέμαγα να το δεχτώ, το ’ριχνα έξω.
Κι αν κλάψουμε θα ωφεληθούμε; Κάντε τον σταυρό σας.
Όσοι ήσαν ορθόδοξοι έκαναν τον σταυρό τους. Σέρβοι, Ρουμάνοι, Βουλγαρορώσοι, Έλληνες.
Πρόλαβαν οι μηχανικοί, έφτιαξαν τη ζημιά, γλιτώσαμε.
Μέσα σε τέτοια τρομάρα είδαμε τις αχτές. Πλησιάσαμε στο ξεμπουκάρισμα του Μεσισιπή κατά τις δύο τη νύχτα. Και το πλοίο έπιασε νερό ποταμίσιο και έβαλε στα τεπόζιτα.
Μέσα στο σκοτάδι άρχισαν να φωνάζουν οι ναύτες: Νερό, νερό.
Πεταχτήκαμε από τη δίψα που είχαμε και πίναμε όλοι νερό κρύο.
Το πρωί που φώτισε άρχισαν τα κοψίματα και οι εμετοί.
Ήταν το νερό θολό κι ο ένας έβγαζε τα συκώτια του απάνω στον άλλο.
Ύστερα ήρθε ένα ρυμουλκό μας πήρε. Πήρε τα χαρτιά, τους φακέλους έριξε σκοινιά κι άρχισε ν’ ανεβαίνει.
Το ποτάμι φαρδύ, εμείς από πίσω. Κάναμε άλλες δύο μέρες μέχρι τη Νέα Ορλεάνη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου