Τόσο όνειρο, ε;

Πήρα τον ανήφορο στο βουνό, ήταν ησυχία. Ο ήλιος έσταζε αθόρυβα μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Ένα φτερωτό πετάχτηκε μπροστά μου. Ξαφνιάστηκα και η ριπή μου ’φυγε χωρίς να το καταλάβω.
Τη νύχτα τσάκισα από τον φόβο μου. Δεν ήξερα πούθε να πάω. Θυμήθηκα τον Νικήτα που είπε πως θα τραβήξει για τη θάλασσα. Γύρισα πάλι πίσω. Απάντησα τη δημοσιά. Σκέφτηκα να πάρω λουφάζοντας τον δρόμο κι όπου με βγάλει.
Αλλά ήμουνα ολομόναχος.
Το φεγγάρι ήθελε ώρα για να βασιλέψει. Μέρα τη μέρα μεγάλωνε. Πέρα από τον δρόμο φώτιζε μιαν άπλα, αναρωτήθηκα μην είναι η άπλα του ξεροκαμπιού.
Προχώρησα κατά κει, με τράβηξε το φεγγάρι. Από μακριά άκουσα τροκάνια από πρόβατα που νυχτοβοσκάγανε. Μόλις που τα ’πιανα με το αεράκι. Ήταν παρηγοριά. Χωρίς να το θέλω πήγαινα κατά το μέρος τους. Δεν τα ξανάκουσα, νύσταζα. Ήμουνα τσακισμένος αλλά περπάταγα. Φαίνεται περπάταγα κοιμισμένος. Στην άκρη που έκλεινε το αλώνι έβλεπα το σπίτι μας. Οι Καραχαλαίοι θα ’χαν φουρνίσει. Ανάσαινα τη μυρωδιά φρέσκου ψωμιού κι αναγάλλιαζα.
Κάποιος πήδηξε πάνω μου και μ’ έριξε χάμω. Πόνεσαν τα πλευρά κι ο αγκώνας μου πάνω στις πέτρες. Ύστερα μ’ άρπαξαν και με στύλωσαν κατά πρόσωπο στο φεγγάρι. Γνώρισα τη φωνή του Μπρατίτσα.
— Πού γυρίζεις, ρε κατσίκι;
Είδα και τον Νικήτα.
— Έσπασες τίποτα; με ρώτησε.
— Όχι, είπα.
Είχε γδαρθεί όλος μου ο αγκώνας. Αλλά ένοιωθα χαρά.
— Τι έγινε ο Κουτσός;
— Μας χτύπησαν, είπα.
Πήγα κοντά τους. Είχαν πιάσει λίγο παραπάνω, μέσα σε κάτι αρμακάδες.
— Μια ώρα δρόμο σε βλέπαμε, είπε ο Μπρατίτσας.
Δεν μίλησα. Ήμουνα σα χταπόδι, σα να μην είχα κόκαλα μέσα μου. Ξάπλωσα στο δεξί πλευρό, το κεφάλι μου έπεφτε. Παραδόθηκα ακούγοντας τη μουρμούρα τους.
Ξύπνησα την άλλη μέρα κατά το μεσημέρι. Πόναγε όλο μου το κορμί αλλά αισθανόμουνα ξεκούραστος, τα νεύρα μου είχαν αλαφρώσει από το φόρτωμα. Ο Νικήτας με τον Μπρατίτσα έλειπαν. Σηκώθηκα στα γόνατα και κοίταξα γύρω μου. Βρισκόμουν πάλι στη μέση του ίδιου ορίζοντα που έβλεπα τις τελευταίες μέρες. Οι γραμμές έλιωναν μες στη ζέστη. Είπα θα με απαράτησαν. Έκατσα να το σκεφτώ και λίγο λίγο η οργή μ’ έπνιγε. Κρατήθηκα για να μην κλάψω.
Μια στράτα μυρμήγκια πέρναγε στα πόδια μου. Ένοιωσα τη μοναξιά μου μεγαλύτερη. Σηκώθηκα να φύγω. Και που να πήγαινα. Μπροστά μου η γη καιγότανε. Το χώμα ήταν ξερό, ξερό σαν το πετσί στους αγκώνες μου. Δεν με τράβαγε.
Ξάκρισα στα γκρεμά που ήσαν πίσω μου να δω αν κατεβαίνουνται. Εκεί με πήρε τσίκνα από κρέας. Είπα πως αυτό είναι η αρχή της τρέλας.
Έσκυψα κι άκουσα από κάτω κουβέντες. Έπεσα χάμω, αλλά για κάμποση ώρα δεν ξανάκουσα τίποτα. Τότε πήρα την απόφαση να κατεβώ. Έκανα κύκλο σιγά σιγά, με το στεν έτοιμο, κι όταν έφτασα κάτω είδα τον Νικήτα και τον Μπρατίτσα στη ρίζα του βράχου, μπροστά σε φωτιά.
Ζύγωσα χολιασμένος.
— Ξύπνησες; μου είπε ο Νικήτας με τον φυσικότερο τρόπο.
— Ναι.
Είχαν βρει ένα σκαντζόχοιρο και τον έψηναν. Είχαν κατεβεί εκεί κάτω για να μη φανεί η φωτιά. Ανεβήκαμε πάλι πάνω και τον φάγαμε. Τον φάγαμε αμίλητοι.
Μασάγαμε κι ο Νικήτας κοίταζε μπροστά μες στο λιοπύρι. Έβλεπα το πρόσωπό του, είχε αχαμνύνει τρομαχτικά. Όλο μάτι και γένια.
Γύρισε στον Μπρατίτσα.
— Δεν φαίνεται.
Έλεγε για τη θάλασσα. Ένα τείχος από λάβρα έφραζε το μάτι.
— Είναι η κάψα, είπε ο Μπρατίτσας.
— Την αυγή πάλι.
— Πρέπει να φύγουμε.
— Τόσο όνειρο, ε;
— Τι τα σκαλίζεις;
— Δε σε τρώει από μέσα σου;
— Μην ψάχνεις να βρεις άκρη.
— Τόσο αίμα. Κι ύστερα να μην έχεις πού να φτάσεις.
— Χάσαμε δυο μέρες. Μόλις νυχτώσει να φύγουμε. Θα πιάσουμε το ρέμα, πρέπει να μας βγάλει στη Σκάλα. Έχω μια αδερφή παντρεμένη εκεί, θα μας βοηθήσουνε. Κι όταν περάσει λίγος καιρός η μέρα θα ’χει πάλι είκοσι τέσσερις ώρες.
— Ξέρεις τι με κρατάει; Εσύ και η ελπίδα να φτάσω στη θάλασσα.
— Σου ’κατσε.
— Να πέσω μέσα και να τριφτώ μέχρι ν’ αλλάξω πετσί…
— Δεν μπορούμε να περάσουμε.
Ο Νικήτας σώπασε και κοίταζε μπροστά. Ο Μπρατίτσας άπλωσε και του ’πιασε το χέρι, Μια κίνηση δισταχτική, σα να ντρεπόταν να δειχτεί, μια συγκαλυμμένη στοργή.
— Ξέρεις, είπε σε λίγο ο Νικήτας, άμα γείρει ο ήλιος θα φανεί.
— Δεν θα φανεί, δεν φάνηκε ούτε χτες. Είναι η μούγκα κι άδικα περιμένουμε.
Τον καταλάβαινα τον Νικήτα. Ήτανε άντρας, τόσες φορές το ’χε δείξει. Και τώρα έστεκε δω και περίμενε πότε θα ξαναφανεί η θάλασσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου