Δεν ήταν της εκκλησίας, δεν ήταν τίποτε απ’ τα γνωστά ή αναμενόμενα αυτό που απεικόνιζε. Ούτε τραβούσε αμέσως την προσοχή – μουντά γκριζοπράσινα χρώματα, ένα κλίμα βαρύ κι απόκοσμο-, μα έτσι και την κοίταζες καλύτερα, άλλαζες γνώμη, τα μάτια καθηλώνονταν. Ήταν μια εξαιρετικά καλοφτιαγμένη ζωγραφιά, που το θέμα της σε πήγαινε σε αλλοτινούς καιρούς, σε θρύλους, περασμένη σε απλή μαύρη κορνίζα με τζάμι μπροστά – μια εικόνα σε φύλλο χαρτιού, κομμένο ίσως από κάποιο παλιό βιβλίο, που βρισκόταν στο σπίτι του Ντάφκου από πολλά χρόνια και κανείς δεν μπορούσε να πει ποιος την έφερε εκεί, από πού η προέλευσή της. Εδώ και καιρό είχε παραπέσει στο δωμάτιο εκείνο με το πέτρινο δάπεδο που χρησίμευε ως αποθήκη, όπου και οι σκάφες για να πλένεται η οικογένεια˙ κρεμασμένη ψηλά σ’ έναν τοίχο – για να την δεις έπρεπε να ανέβεις σε καρέκλα. Ο Ντάφκος απόψε – άγνωστοι για την ώρα οι λόγοι του – την είχε κατεβάσει.
Έδειχνε την απαγωγή μιας κοπέλλας απ’ τον αγαπημένο της, κι όλα ήταν παράξενα πάνω σ’ αυτό το ζευγάρι, μα το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν το ζώο που διαλέχτηκε για να τους φυγαδεύσει: ένας πανέμορφος σταχτής λύκος. Όχι ένα περήφανο άλογο ούτ’ ένα χαριτόβρυτο ελάφι ή ένας τάρανδος αίφνης – που ήταν απ’ τα πιο πρόσφορα σε τέτοιες εικαστικές απαγωγές, απ’ τα προβλέψιμα έστω-, ούτε καν ένα χρυσόμαλλο κριάρι, ένας ταύρος, μια πελώρια μυθική χρυσόμυιγα ή ένας μονόκερως. Μα λύκος. Ένας λύκος που έτρεχε σαν τον άνεμο, ανάμεσα από σκοτεινούς κορμούς και κλαδιά δέντρων που έμοιαζαν ν’ ανήκουν σε κάποιο πετρωμένο δάσος. Ένα περιβάλλον ερημικό, μαγεμένο, απόκοσμο, μια βλάστηση απολιθωμένη, συμβολική θα έλεγες, και μόνο απ’ τα αριστερά ξεπεταγόταν απρόοπτα ένα κλαδί γεμάτο ροδόλευκα μικρά άνθη, ένα στοιχείο άνοιξης. Φεγγάρι κανένα. Κάλπαζε ο λύκος με το ζευγάρι των ερωτευμένων στη ράχη του, με τα λυκήσια μάτια του στραμμένα λοξά, «προς τα πίσω» αν ήταν μπορετό να πούμε – αναμφισβήτητη η έγνοια του για κείνους-, τ’ αυτιά ορθωμένα σαν πέπλα νυχτερίδας, η γλώσσα να κρέμεται μισή απ’ έξω, ανάμεσα απ’ τα σουβλερά λευκά δόντια. Οι δε ερωτευμένοι, οι δε αυτοί, που έδειχναν – απ’ τα ντυσίματά τους, από μιαν αβρότητα στα πρόσωπα- να έχουν αμφότεροι πριγκιπικό αίμα, να έλκουν το γένος τους από μια παλιά αχανή Ρωσία, έφεραν αναπόφευκτα και μια ανάλογη μυστηριακή αύρα. Εκείνη, καθισμένη λίγο πιο πίσω απ’ τον σβέρκο του λύκου, με τα δυο της πόδια απ’ τη μια μεριά (χρυσοκέντητα παπούτσια ως τον αστράγαλο), με τα χέρια της εγκαταλελειμμένα ανάμεσα στους μηρούς της και περασμένα γύρω απ’ τη μέση της τα χέρια εκείνου – καθισμένου στα καπούλια του ζώου-, έγερνε το κεφάλι της στο στέρνο του, κάτω απ’ το σαγόνι του, με μια έκφραση απόλυτης υποταγής και αφοσίωσης, ακόμη και στωικότητας, σαν να μην την ένοιαζε αν ήταν ο τύραννός της, ο διαλεχτός της καρδιάς της ή ίσως κάποιος άγνωστος που την ορέχτηκε και την πήρε. Μάλλον το δεύτερο, ίσως και το πρώτο, κι έτσι κάπως εξηγείται εκείνη η αινιγματική ηρεμία του προσώπου της, απ’ το οποίο βλέπαμε μόνο την αριστερή όψη, με την ίσια λυπημένη μύτη, το χαμηλωμένο ματόφυλλο, το φεγγαρένιο μάγουλο. Το πλούσιο φόρεμά της στο χρώμα του πράσινου αμύγδαλου, αυτό το τσαγαλί χρώμα που έδενε ασφαλώς με τα μάτια της και που, μαζί με τα χρυσαφιά του κεντήματα και μαζί με το ανθισμένο κλωνάρι, ήταν ό,τι πιο φωτεινό – μετά δειλίας χαρμόσυνο- μέσα σ’ αυτό το σκούρο υποβλητικό τοπίο. Ακόμη και τα μακριά σπαστά μαλλιά της (που τα ήθελες ξανθά ή πυρρόξανθα) είχαν το χρώμα της στάχτης, όπως το τρίχωμα του λύκου, κι έμοιαζαν κι αυτά –παρά το σφοδρό ανέμισμα- πετρωμένα. Ο άντρας ήταν αλλιώτικος, την ίδια στιγμή που θα μπορούσε να τον θεωρήσει κανείς, αν παρατηρούσε τα χαρακτηριστικά, και δίδυμο αδελφό της. Μα ο αέρας του προσώπου του διέφερε, είχε μια ανησυχία, μια επαγρύπνηση για τα γύρω, για το τι ενδέχετο ίσως να τους συμβεί και ν’ ανακόψει την φυγή τους. Ντυμένος στα ωραία του κι αυτός, με το ξίφος του μέσα σε χρυσοποίκιλτη θήκη, περασμένο απ’ τους ώμους, ν’ αγγίζει η λαβή του τα γόνατά της και η αιχμή του το ανθισμένο κλωνάρι˙ με κοκκινωπά παπούτσια στα πόδια του κι ένα στο ίδιο χρώμα στρογγυλό δερμάτινο καλπάκι, σύνηθες παρά Σλαύοις και Τατάροις, με γούνινο γείσο. Τα μάτια του στραμμένα λοξά –ή «προς τα πίσω»- όπως του λύκου. Δεν αποκλείεται να ήταν και αδέλφια που χρειάστηκε να φυγαδευτούν άρον-άρον, κυνηγημένα απ’ τον εχθρό του πατέρα τους, ή απ’ τον ίδιο τον πατέρα τους, πάντως το αγκάλιασμα πάνω στη ράχη του ζώου ήταν αρκούντως ερωτικό για να τολμήσουμε άφοβα μια τέτοια εκδοχή. Τέλος, σ’ αυτό το «τρίγωνο» του ανδρός, της γυναικός και του λύκου έσμιγαν ταπεινά, κατά την γνώμη μας, όλοι οι θρύλοι του κόσμου για τον έρωτα -της αρπαγής του έρωτα- από τα τέσσερα σημεία, και φυσικά μέσ’ απ’ τη σκοτεινή δίνη του χρόνου˙ δίνη που πέτρωσε για χάρη μιας εικόνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου