Στο μαγαζί, μετά, όλο κάτι ανθρώποι με βαλίτσες αρχίσαν κι έρχονταν. Πήγαιναν στον πάγκο, τις ακούμπαγαν, κι ύστερα τις άνοιγαν κι έβγαζαν από μέσα πανταλόνια και σακάκια. Λόγια πολλά και γρήγορα έλεγαν, κι ο Στέργιος στέκονταν δίπλα τους και κοίταγε. Κοίταγε όμως κι ο κύριος Κοντολέων, κι αυτοί οι ανθρώποι με τις βαλίτσες του ’λεγαν, «σας συνιστούμε…» έλεγαν. «Το μέλλον είναι τα έτοιμα… κύριε Κοντολέοντα! Να βάλουμε δοκιμαστικά δυο ντουζίνες;»
Ο κύριος Κοντολέων σκεφτικός κάθονταν, κι ύστερα, «όχι» είπε.
Μπήκε τότε στη μέση ο Στέργιος.
«Κύριε Φωκίων, ο Γαρδέλης δίπλα, έχει παραγγείλει… νομίζω» του ’πε.
«Όχι!» είπε τότε δυνατά ο κύριος Κοντολέων «Δε βάζω εγώ έτοιμα! Μόδα είναι και θα περάσει! Δε βάζω εγώ στο μαγαζί μου τέτοια πράματα! Δεν το μαγαρίζω εγώ το μαγαζί μου! Όπως το βρήκα, θα το κρατήσω!» είπε, και σαν άγριος μου φάνηκε πως ήταν.
Ύστερα, ήρθαν οι βροχές. Ήρθαν όμως και κάτι εργάτες και γκρέμιζαν τους τοίχους εκεί από δίπλα. Μετά πήραν πάλι και τους ξανάχτιζαν. Ανέβαιναν σε κάτι σανιδένιες σκαλωσιές και κουβάλαγαν λάσπες και τούβλα. Κι ύστερα, εκεί που ήταν οι εργάτες κι έχτιζαν, εγώ είδα ένα μεγάλο μαγαζί που ’χε από πάνω του κι ακόμα ένα! Όλο με τζάμια ήταν αυτό το μαγαζί, και με ρολά, που τα ’καναν έτσι, κι ανέβαιναν κατά πάνω από μοναχά τους.
Αυτό το μαγαζί που ’χε από πάνω του κι ακόμα ένα, του Γαρδέλη ήταν. «Έτοιμα ενδύματα» ήταν, διώροφο, είπε ο Στέργιος, κι όλο το κοίταγε.
Μετά, πήραν και παρακάτω και γκρέμιζαν. Πάλι σε σκαλωσιές ανέβαιναν κι έχτιζαν, γι’ αυτό, άλλο πάλι μαγαζί ήταν εκεί! Είχε κι αυτό ακόμα από πάνω του γιατί ήταν και διώροφο.
Ο κύριος Κοντολέων, όλο όξω στην πόρτα κάθονταν και κούναγε το κεφάλι.
«Άναψε το μπουχαρί… και κάηκε το ταβάνι…» έλεγε.
Ύστερα κοίταγε κατά κάτω στο δρόμο. Και στο δρόμο, βροχή πολλή έπεφτε, και μαύρα νερά κατέβαιναν και πήγαιναν.
Μετά, ήρθε κι η άνοιξη. Κι αυτό το ξέρω, γιατί ήταν εκείνο τ’ αρνί που ’χε φύγει απ’ τ’ άλλα κι έτρεχε μες στο δρόμο.
Στο δρόμο, ανθρώποι πολλοί ήταν μαζεμένοι. Χωριάτες απ’ τα χωριά. Ήταν όμως κι αρνιά στο δρόμο. Πολλά αρνιά, που είχαν απάνω στο κεφάλι τους μια κόκκινη βούλα. Στ’ αρνιά όμως μέσα ήταν κι ένας με κοστούμι. Κι αυτός με το κοστούμι έδειξε έν’ αρνί κι είπε, «Αυτό!» είπε.
Τ’ αρνί όμως αυτό, έφυγε απ’ τ’ άλλα, κι έτρεχε ανάμεσα απ’ τον κόσμο. Έτρεξε τότε από πίσω του κι αυτός που το ’χε και τ’ άρπαξε. Απ’ το κεφάλι τ’ άρπαξε και το πάτησε κάτω. Έβγαλε ένα μεγάλο μαχαίρι, και χρατς! του ’κοψε το λαιμό. Το αίμα τότε πετάχτηκε απ’ το λαιμό του σα βρύση. Πετάχτηκε και πετάγονταν, κι ήταν πηχτό και κόκκινο.
Τ’ αρνί έκανε μια-δυο φορές, έτσι, τα ματοτσίνορα που ήταν άσπρα σα σκονισμένα. Το μάτι του, από μέσα, ανέβηκε λίγο κατά πάνω και σα να ’σβηνε έκανε. Άσπρο ήταν, κι όσο πήγαινε θάμπωνε. Ύστερα τα ποδάρια του τινάχτηκαν μια-δυο φορές σαν από μοναχά τους, κι ο κύριος Κοντολέων είπε,
«Τι πράμα είναι αυτό, βρε παιδί μου! Παραμονές Πάσχα και να ’χουμε μόνο αυτές τις εισπράξεις! Ποιος θα το φαντάζονταν!... Πού στο καλό πάει όλος αυτός ο κόσμος και ψωνίζει; Τόσα πράματα έχουμε… Δεν τα βλέπουν; Γκαβοί είναι; Ντιπ όρνια;»
Ο Στέργιος κάτι πήγε να πει, αλλά και πάλι δεν είπε. Σα χαρούμενος μου φάνηκε και σα σκεφτικός. Δε μίλησε όμως. Τίποτα δεν είπε.
Το βράδυ που κλείσαμε το μαγαζί, απ’ τον Πέκλα περάσαμε κι ο Στέργιος του ’πε,
«Θα την πιάσω, Μάκη, την καλή!... Πού θα μου πάει;… Θα του τη φέρω εγώ του Κοντολέοντα, από κει που δεν το περιμένει!... Οι Γραβαναίοι με τριγυρίζουν για την αδερφή τους τη γεροντοκόρη. Άμα μου δώσουν, Μάκη, το μαγαζί τους προίκα να πετάξω μέσα έτοιμα, θα το πιω το ποτήρι κι ας γίνει ό,τι θέλει! Θα το κατεβάσω, Μάκη, και μετά… θα δεις ποιος είν’ ο Στέργιος!»
Ένα θα πω: το blog σας είναι μια όαση!
ΑπάντησηΔιαγραφήdoctor, ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜόνο εκείνον τον πληθυντικό να μη χρησιμοποιούσες. Εντάξει είμαι μεγαλύτερος από εσένα, αλλά με τον πληθυντικό με γερνάς ακόμη περισσότερο.