Η «ντακότα»



Αλλά και το σπίτι που μ’ είχαν εμένα και καθόμουν, ούτε κι αυτό ήταν δικό μου. Του Στέργιου ήταν. Γι’ αυτό εγώ λέω τώρα, ότι εγώ, τίποτα δικό μου δεν έχω, γιατί κι αυτά που έχω, μοναχά μες στο κεφάλι μου είναι. Οι άλλοι όμως που δεν είμαι εγώ, έχουν αυτά που έχουν μες στο κεφάλι, έχουν όμως κι άλλα απόξω. Πολλά πράγματα έχουν κι απόξω απ’ το κεφάλι, γι’ αυτό έχουν και τους φαντάρους. Γιατί οι φαντάροι, γι’ αυτά είναι. Για να φυλάν τα πράματα που ’χουν οι ανθρώποι απόξω απ’ το κεφάλι, είναι. Και τα φυλάν, για να μην μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα και τους τα πάρουν. Γι’ αυτό είναι οι φαντάροι. Γι’ αυτό έχουν τα όπλα και κάθονται όξω στο Πέραμα και φυλάν τη σκοπιά. Κι αυτά όλα, εγώ τα ξέρω, γιατί και μένα ήρθαν και μου ’παν τότε να γίνω φαντάρος. Δε μου ’παν όμως μοναχά. Ήρθαν, με πήραν μαζί με κάτι αλλουνούς, και με πήγαν στο Πέραμα. Κι έτσι, ήμουν και εγώ φαντάρος.
Ήταν κι άλλοι φαντάροι εκεί. Ήταν όμως κι αξιωματικοί πολλοί. Κι οι αξιωματικοί, ήταν εκεί, για να φυλάν τους φαντάρους που φύλαγαν τη σκοπιά για να μην μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα.
Εγώ όμως, δεν είμουν και πολύ φαντάρος. Δε μου ’δωκαν εμένα να κρατώ όπλο. Καθόλου δε μου ’δωκαν. Μου ’παν να ’μαι «ντακότα», γι’ αυτό κι εγώ ήμουν «ντακότα».
Οι άλλοι όμως που δεν ήταν «ντακότες», είχαν τα όπλα και πήγαιναν εκεί παραπέρα σ’ ένα χωράφι και φύλαγαν τη σκοπιά. Κι η σκοπιά ήταν να στέκονται ορθοί.
Εκεί που πήγαιναν και φύλαγαν τη σκοπιά, τίποτα δεν είχε. Μοναχά χορτάρια και ντενεκέδια είχε δίπλα σε κάτι νερά, που έρχονταν απ’ το μεγάλο τ’ αυλάκι και πήγαιναν πέρα στη Λαψίστα.
Οι φαντάροι όμως, ολοένα εκεί κάθονταν και φύλαγαν τη σκοπιά για να μη μπουν οι οχτροί απ’ τα σύνορα.
Οι οχτροί όμως δεν έρχονταν, γι’ αυτό είχαμε και τους αξιωματικούς. Κάθε βράδυ εκεί που κάθονταν οι φαντάροι και φύλαγαν, πήγαιναν κρυφά οι αξιωματικοί για να μπουν μέσα. Τότε οι φαντάροι, σα φοβισμένοι έκαναν. Σήκωναν το όπλο και φώναζαν, «Τις ει;» έλεγαν.
Οι αξιωματικοί όμως, δεν τους έλεγαν ότι είναι αξιωματικοί δικοί μας. «Έφοδος» μοναχά τους έλεγαν και προχώραγαν για να μπουν μέσα. Τότε οι φαντάροι έλεγαν και κάτι άλλα δυνατά, που ’χαν μέσα τους από μία λέξη μοναχά. Έλεγαν κι οι αξιωματικοί πάλι από μια λέξη, κι έτσι οι φαντάροι καταλάβαιναν ότι δεν ήταν οι οχτροί που μπαίνουν απ’ τα σύνορα.
Μετά ,οι αξιωματικοί έφευγαν και πήγαιναν παρακάτω, κι οι φαντάροι άναβαν τα τσιγάρα. Έτσι, οι οχτροί δεν έρχονταν να μπουν απ’ τα σύνορα, γιατί είχαμε τους αξιωματικούς που ήταν δικοί μας, ήταν όμως κι οχτροί.
Σαν παιγνίδια μου φαίνονταν εμένα όλα αυτά, αλλά και πάλι, δεν θα ’ταν και πολύ παιγνίδια, γιατί, ένας φαντάρος που δεν περίμενε να μπουν οι οχτροί και πήγε στη σκοπιά για να κοιμηθεί, τον ξύπνησαν και τον έχωσαν μες στη φυλακή.
Κι εγώ, καθόλου δεν τα καταλάβαινα αυτά, γι’ αυτό λέω, θα μ’ είχαν εμένα «ντακότα», γιατί δεν τα καταλάβαινα, θα μ’ είχαν.
Ύστερα, ούτε και «ντακόντα», δε μ’ είχαν. Με φώναξαν μια μέρα και μου ’παν ότι άμα θέλω εγώ μπορώ να φύγω, γιατί ήταν ένας μέσα σ’ ένα γραφείο και μου ’δωκε ένα χαρτί. Κι αυτό το χαρτί έλεγε, ότι, άμα θέλω εγώ, μπορώ να φύγω από φαντάρος και να ’μαι πάλι χωρίς να ’μαι φαντάρος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου