Μια σούστα στη ραχοκοκαλιά



Δεκάξι χρονώ. Το πρώτο τρένο της ζωής μου. Ο πρώτος άντρας της ζωής μου. Μέσα στο τρένο, Ιταλοί στρατιώτες, Γερμανοί αξιωματικοί, ασφαλίτες, μαυραγορίτες, κι άλλος κόσμος, άπλυτος. Οι ντύσες των βιβλίων μου γεμάτες χαρτάκια. Δεν φοβάμαι. Δεν με νοιάζει που είμαι στριμωγμένη. Το μάγουλό μου ακουμπάει στο σακάκι του από σαμαροσκούτι. Έχει φουντώσει το μάγουλό μου από το τραχύ ύφασμα. Μ' αρέσει. Σίγουρα δεν τον λένε Αχιλλέα, μα του ταιριάζει. Ποτέ δεν θα τον πω με άλλο όνομα. Αν δεν ήτανε αντισυνωμοτικό, θα γέμιζα τα περιθώρια των βιβλίων μου: ΑΧΙΛΛΕΑΣ, ΑΧΙΛΛΕΑΣ. Πλάι στις εξισώσεις της άλγεβρας. Να μπορούσα να του πω πως το πραγματικό μου όνομα είναι Δάφνη! Ο Πάνος πάλι φταίει. «Πρέπει να πάρεις ψευδώνυμο, για συνωμοτικούς λόγους», μου είπε μόλις μ' έγραψε στην οργάνωση. «Ωραία, θα πάρω 'Αλκηστη.» Γέλασε με κείνο το γελάκι του σαν ξεκούρντιστο. «Όχι, μην πάρεις Μήδεια!» «Ελένη, ένα συνηθισμένο όνομα.» Ελένη! Και το φόρεσα όλη μου τη ζωή. Εκτός από λίγο καιρό. Στη Ρώμη. «Με λένε Δάφνη.» 'Έτσι είπα στον Ζαν-Πωλ. Το βρήκε πολύ ωραίο, πολύ ελληνικό. Δεν μπορούσα να πω Ελένη. Η Ελένη είναι η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα. «Είναι η αρραβωνιαστικιά μου.» 'Έτσι με σύστησε σε κάποιον που συναντήσαμε στον δρόμο. Μπορεί και να το έκανε για λόγους συνωμοτικούς, για να μην αναφέρει όνομα. Ο Αχιλλέας δεν θα ’λεγε ποτέ το κορίτσι μου. Ως εκείνη τη μέρα, δεν μου είχε πει τίποτα. «Μη με κοιτάς παράξενα», ήτανε η πιο τρυφερή του κουβέντα. Αυτός είναι ο Μεγάλος Έρωτας. Ο δικός μου έρωτας. Έχω γεμίσει τις σελίδες των βιβλίων μου με τρίχες από το σαμαροσκούτι του — μαδάει απαίσια —, έχω κρατήσει ένα τόσο δα χαρτάκι από ένα σημείωμα που έσκισε. Πρόλαβα και το γλίτωσα πριν το κάψει. Να ’χω μια λέξη γραμμένη από το χέρι του, έστω κι αν δεν είναι για μένα, παρά για το πώς θα οργανώσουμε με πιο αποτελεσματικό τρόπο... Αν το ’ξερε, θα με μάλωνε. Αντισυνωμοτικό. Μια ξεχωριστή λεξούλα «σύντομα». Τίποτ’ άλλο. Καθαρά στρογγυλά γράμματα. Το σίγμα στριφογυριστό, η γραμμή του μι ίσια, μονοκόμματη
«Είναι η αρραβωνιαστικιά μου.» Αυτό ήτανε. Από κείνη τη μέρα μπορούσα στον δρόμο να τον κρατώ από το χέρι. Μπορούσα, όταν καθότανε, να στηρίζομαι με τα δυο μου χέρια στους ώμους του κι ας ήτανε και άλλοι μπροστά.
Η πρώτη φορά ήρθε αναπάντεχα. Διστάζαμε κι οι δυο μας. Με πείραζε. «Να μεγαλώσεις λίγο.» Εγώ ήθελα, μα φοβόμουνα κιόλας. Η πρώτη φορά! Σε κάποιο υπόγειο, που το είχαμε για παράνομο τυπογραφείο. «Δεν ήτανε σωστό», είπε εκείνος ύστερα. «Είναι χώρος δουλειάς». Πάγωνα. Δεν ζεστάθηκα καθόλου. Ούτε κείνη τη στιγμή. Όταν δουλεύαμε, έριχνα πάνω μου ένα αντρικό σακάκι που κάποιος το ’χε ξεχάσει. Σαν ξύλιαζαν τα χέρια μου, τα έτριβα πάνω στο σαμαροσκούτι του και μετά ακουμπούσα ολόκληρη πάνω στην πλάτη του όπως καθότανε σκυφτός. Καλύτερα να φορούσε το σαμαροσκούτι και κείνη τη στιγμή. Με το σαμαροσκούτι είναι δικός μου. Είναι ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ. «Θα, διώξουμε τους καταχτητές». «Η λευτεριά θέλει θυσίες». «Αφέντης ο λαός». Όταν μιλάει, φέγγουνε τα σκούρα μπλε μάτια του. Τα φρύδια τα ανοιχτοκάστανα σχηματίζουν κορνίζα από πάνω. «Το είπε ο Αχιλλέας». Δεν ήμουνα μόνο εγώ. Όλα τα παιδιά της οργάνωσης, αγόρια και κορίτσια, προφέρανε αυτή τη φράση. «Το είπε ο Αχιλλέας!» Και τρέχαμε όπου μας έστελνε, σαν ν’ απλώναμε φτερά. Τα κορίτσια θα νομίζουν πως αυτό έχει γίνει πολλές φορές...
Αλλιώς τη φανταζόμουνα την πρώτη φορά. Άλλες φαντασίες και άλλα όνειρα, όνειρα για κοριτσάκια, που, πριν τους φωνάξει κάποιος στο πλυσταριό για να βγουν να γράψουν συνθήματα στους τοίχους, πηγαίνανε στο «Ρεξ», άμα το έργο ήταν κατάλληλο, τις Κυριακές το πρωί. Αλλιώς το φανταζόμουνα. Μπορεί και να ’φταιγε το ξεχαρβαλωμένο ντιβανάκι. Πετούσε μια σούστα και μου έπεφτε πάνω στη ραχοκοκαλιά. Αυτός ο πόνος είναι ο πιο δυνατός. Μυρίζει κλεισούρα και τυπογραφικό μελάνι. Ο Αχιλλέας φεύγει σχεδόν αμέσως μετά. Εκεί που πάει δεν σηκώνει ν’ αργήσει ούτε δευτερόλεπτο. Μπορεί να ’ναι και θάνατος. «Είσαι καλά;» Ίσως αυτό είπε πριν κλείσει την πόρτα, ίσως κάτι άλλο. Μου άγγιξε το μέτωπο, λες κι ήθελε να δει αν έχω πυρετό και μου έδωσε το αντρικό σακάκι να σκεπαστώ. Ζαρώνω και τυλίγομαι, έτσι ολόγυμνη που είμαι. Άχαρο, αγορίσιο κορμί. Δεν θέλω να το βλέπω. Πονάω παντού. Δεν μπορώ να κουνήσω. Πρέπει όμως να ντυθώ, γιατί όπου να ’ναι θα έρθουν τα παιδιά να πάρουν το υλικό. Πού να ξέρουν τα κορίτσια πως είναι η πρώτη φορά! Αν δεν ντρεπόμουνα, θα ρωτούσα τη Νίνα, το κορίτσι του Πάνου, αν ήτανε έτσι και με κείνη. Τρέμω ολόκληρη. Ας είχα ένα τσάι του βουνού, έστω και με χαρουπόμελο. Θέλω να πάω σπίτι. Η Λίζα μού βάζει κάθε βράδυ στο παγωμένο μου κρεβάτι ένα μπουκάλι με ζεστό νερό. Η πρώτη φορά! Ανάμνηση: Μια σούστα στη ραχοκοκαλιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου