Νενέκα μου



Η Λωξάντρα λέει γεννήθηκε στην Πόλη, την εποχή του «αδικιωρισμέ…»1.
― Σους, μπρε, θα μας κάψεις.
― Του πολυχρονεμένου Παντισάχ Αβδούλ Μετζίτ, που κακό-χρόνο-νάχει.
― Σους, σε λένε. Τρελάθηκες και ξεφωνίζεις έτσι;
Καλέ δεν ξεφώνησε! Ξεφώνησε η Λωξάντρα; Σιγά το είπε. Μα το σιγά της Λωξάντρας είναι καμπάνα της Αγιά-Σοφιάς. Μόνο οι πεθαμένοι που δεν την ακούνε. Μεγάλη φωνή έχει η ευλογημένη και δεν μπορεί να την κάνει ζάφτι.
Μα όλα της μεγάλα είναι. Μεγάλη φωνή, μεγάλη καρδιά, μεγάλη κοιλιά, μεγάλη όρεξη. Μεγάλα πόδια με καμάρα και αψηλό αστράγαλο – στέρεα βάση πάνω στη γη για τη μεγάλη της κορμοστασιά. Μεγάλα χέρια πατριαρχικά, ορθόδοξα. Χέρια για χειροφίλημα. Δάχτυλα μακριά και τορνευτά, καμωμένα για να ευλογούν και να μοσχοβολούν μαχλέπι και λιβάνι. Χέρια πλασμένα για να δίνουνε. «Λάβετε φάγετε», λεν οι ανοιχτές οι χούφτες της απάνω στο τραπέζι. «Καλέ φάε σε λένε, φάε. Ποσούτσικο πράμα πήρες.»
Μα πάνω απ’ όλα, το χέρι της Λωξάντρας είναι καμωμένο για να βαστά μωρό. Θρόνο μοιάζει η χούφτα της σαν αγκαλιάζει το πισινάκι του μωρού και το σηκώνει αψηλά και …

Τάχτιρι, τάχτιρι, ταχτιριρί,

ταχτιριρί πού πας μωρή,

στο μπακάλη για τυρί …
Πόσα παιδιά μεγάλωσαν μέσα σ’ αυτά τα χέρια; Πρώτα απ’ όλα τα δυο μικρά της αδερφάκια σαν πέθανε η μάνα της. Ύστερα το ορφανό της θειας της Κατιγκάκης. Ύστερα τα τέσσερα προγόνια της μαζί με τα δικά της.
Χηριό τον πήρε η Λωξάντρα το Δημητρό. Χηριό με τέσσερα παιδιά: τον Επαμεινώντα, το Θεόδωρο, το Γιώργο και την Αγαθώ, που ήταν ακόμα στα φασκιά.
«Μαμά» τη φώναζε η Αγαθώ μόλις άρχισε να μιλεί. «Μαμά» τη φώναξε αμέσως κι ο Γιώργος, που τότες θάταν δυο χρονών. Ο μεγαλύτερος, ο Επαμεινώντας, που ήταν δεκατεσσάρων, την έλεγε «νενέκα», όμως ο Θεόδωρος την πίκρανε πολύ στην αρχή. Μπροστά στον πατέρα του δεν την φώναζε τίποτα, και όταν έλειπε ο πατέρας τη φώναζε περιφρονητικά «κυρά Λωξάντρα».
― Εσύ να πας στην κουζίνα σου, κυρά Λωξάντρα.
― Μπρε, εγώ σα θέλω να πάω στην κουζίνα μου εσένα θα ρωτήσω;
Και σε λίγο χαδεύοντας το κεφάλι του:
― Έλα, γιόκα μου, έλα πασά μου. Πιες τώρα το σκονάκι σου, πιες το κινίνο σου να γένεις καλά.
― Να φύγεις απ’ την κάμαρά μου. Η θέση σου είναι στην κουζίνα.
Α, έτσι; Άρπαξε εκείνη την ημέρα η Λωξάντρα το Θεόδωρο απ’ τη μύτη, του την έσφιξε δυνατά, και μόλις εκείνος άνοιξε το στόμα του να πάρει ανάσα, τούχυσε το κινίνο πάνω στη γλώσσα. Και αμέσως πήρε δρόμο και βρέθηκε έξω απ’ την κάμαρα. Τον κλείδωσε και μέσα για καλό και για κακό, και άρχισε να κατεβαίνει βαριά-βαριά τη σκάλα ξεφωνίζοντας:
― Μπασιμποζούκης μωρέ έγινες μέσα δω εσύ; Κάτσε να διεις εγώ τι θα σε κάνω εσένα!
Και μόλις έφτασε στην κουζίνα άρχισε ν’ ανάβει φωτιά για να του ψήσει χαλβά.
Αυτό ήτανε το πρώτο τράκο με το Θεόδωρο κ’ ύστερα έγινε κι άλλο, ώσπου μια μέρα αρπάχτηκαν στα χέρια. Γεροδεμένο αγόρι δώδεκα χρονών ήταν τότες ο Θεόδωρος, και στην αρχή η Λωξάντρα τα βρήκε σκούρα, γιατί εκείνη προσπαθούσε η κακομοίρα να μην τον πονέσει, ενώ εκείνος χτυπούσε στην κοιλιά και στο στήθος.
― Μωρέ… Και σε λίγο πιο δυνατά: Μωρέ!...
Φρένιασε η Λωξάντρα. Τον καβαλά και κολλά τις πλάτες του στο πάτωμα.
― Εκεί… εκεί είπα! Ο διάβολος θα σε πάρει και θα σε σηκώσει. Σκύλε μαύρε, σκύλε άσπρε! Θα σε σκοτώσω. Α!
Αυτό το «Α!» η Λωξάντρα το έλεγε στακάτο. Σ’ το τίναζε σαν στραγάλι στο πρόσωπο κατευθείαν απ’ το λάρυγγα της, λες και σε χτυπούσε κατακούτελα, και σήμαινε «αγρίεψα».
Ύστερα απ’ αυτό ο Θεόδωρος περίμενε να φάει ξύλο απ’ τον πατέρα του, και απόρησε σαν κατάλαβε πως η Λωξάντρα δεν του είπε τίποτα του Δημητρού. Ύστερα απόρησε πάλι όταν στη γιορτή του η Λωξάντρα του έραψε μόνη της ένα ωραίο κοστούμι. Και πάλι απόρησε όταν η Λωξάντρα πούλησε ένα οικοπεδάκι που είχε στην Πρίγκιπο για νάμπει ο Θεόδωρος εσωτερικός στο Γαλατά Σεράι και να σπουδάσει μια που το ήθελε ο πατέρας του.
Όταν στο τέλος του πρώτου τετραμήνου γύρισε ο Θεόδωρος στο σπίτι για τις παύσεις των Χριστουγέννων, η Λωξάντρα πετάχτηκε με τα χέρια αλευρωμένα στη μέση του δρόμου για να τον προϋπαντήσει. Κ’ έβγαλε τέτοιες φωνές απ’ τη χαρά της, που οι γειτόνοι βγήκαν όλοι τρομαγμένοι στα παράθυρα να δούνε τι συμβαίνει. Ο Θεόδωρος έπεσε στην αγκαλιά της και την είπε «νενέκα μου». Και από τότες πια «νενέκα μου» άρχισε να τη φωνάζει. Και ποτέ του πια δεν την πίκρανε, και ποτέ χατίρι δεν της χάλασε.
1. αδικιωρισμένου: που άδικη ώρα να τον εύρει (κατάρα)


1 σχόλιο: