(Απρίλης 1941. Αλβανικό μέτωπο)
Από την αρχή όλη η υπόθεσή του μου φάνηκε αρκετά ύποπτη. Έλεγε πως ήρθε απ’ τη Μεραρχία του, την 5η Μεραρχία των Κρητών που βρισκότανε στην Τρεμπεσίνα, για να φέρει κάποιο έγγραφο στο Σώμα, μα αυτό δεν εξηγούσε γιατί είχε πάρει μαζί του όχι μόνο όλα τα πράματά του, αλλά και τον στρατιώτη του ακόμη, έναν Κρητίκαρο ως εκεί πάνω, αυτή τη στιγμή όμως παράξενα αλαλιασμένο, που όλο κοιτούσε με κατεβασμένο κεφάλι φιλύποπτα δεξιά κι αριστερά και δεν έβγαζε τσιμουδιά απ’ το στόμα του, παρά μόνο όταν πλησίαζε κάπου-κάπου τον Τσουμπρή κι όλο κάτι του ’λεγε ψιθυριστά μες στ’ αυτί.
Μόνο κατά το βραδάκι, όταν μείναμε μόνοι: ο Καψωμένος, αυτός κι εγώ, ο Τσουμπρής άνοιξε τα χαρτιά του.
Έβαζε μπρος την ηλικία του και την πείρα του κι εμάς μας θεωρούσε παιδιά – ιδίως εμάς τους δυο, με τις φυλλάδες μας και τα κιτάπια μας, που έτσι δε θα δούμε ποτέ προκοπή στη ζωή μας. Αυτός, το ψοφίμι το οσμίζεται από μακριά.
― Λακίσανε οι Κρητικοί, Γιάννη! Λακίσανε οι Κρητικοί, Στέλιο! – κι άντε τώρα δρόμο ποιος θα φτάσει πρώτος στο νησί του. Τους είχε δει και τους ξέρει καλά αυτούς τους μαραθώνιους όταν ήταν αυτός, στα 1922, στη Μικρά Ασία. Απ’ όπου περνάς είναι σα να πέρασε θεομηνία κι ακρίδα – δε θα βρεις ούτε κεχρί να φας. Μην είσαστε βλάκες, μωρέ, έλεγε, μην είσαστε μπαίγνια – σα βιβλίο ανοιχτό βλέπει τι θα γίνει από δω και κάτω που δε θα δίνεις ούτε του αγγέλου σου νερό. Ναι, το ’σκασε απ’ τη Μεραρχία του – και καλύτερα να κόψει εδώ μπροστά μας το σβέρκο του, παρά να ξαναγυρίσει σ’ εκείνη την Τρεμπεσίνα με τα τρακόσα αεροπλάνα κάθε μέρα πάνωθέ του κι όλο το βουνό να τρέμει και να σείεται σα να κοιλοπονάει και σένα να ’χει κοκκαλώσει ως κ’ η ψυχή σου μέσα σε κείνες τις σπηλιές που όλο αναρωτιέσαι πώς δε σε πλακώσανε ακόμη. Ελάτε μαζί μου, έλεγε. Μην ελπίζετε τίποτε πια. Από τώρα και μπρος – το βλέπει χεροπιαστά μπρος τα μάτια του – θα ’ναι κάτι πολύ χειρότερο απ’ τη Μικρά Ασία. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Μα δεν καταλαβαίνουμε λοιπόν πως δεν υπάρχει πια στρατός; Πως όλο τούτο δε θα ’ναι σε λίγο παρά ένα τσούρμο από ξυπόλυτους και πειναλέους που θα λαχανιάζουν για να φτάσουν στις πατρίδες τους; Που θ’ αρπάζουν ο ένας τον άλλονε απ’ το καρύδι για ένα μαρουλόφυλλο; Από δω και στο εξής, έλεγε και χτυπούσε δυνατά με τον τεντωμένο δείχτη του, που ’χε γίνει σα σίδερο, τα τρία στέρνα, υπάρχει μόνο ο Καψωμένος, ο Μπεράτης κι ο Τσουμπρής. Και τον θέλω εγώ τον Τσουμπρή!
Ήταν ξεδιάντροπες οι κουβέντες του κι εντελώς ξένες με την ψυχή μας. Δεν του το ’παμε κατάμουτρα γιατί ήταν συνάδελφος και φίλος - και μεις οι δυο, παρ’ όλο τον πόλεμο, άνθρωποι με γαλήνιες συνήθειες. Ίσως κι επειδή μες στη γενική ατμόσφαιρα που ζούσαμε τούτη την στιγμή, ο Τσουμπρής να μην ήτανε τίποτε άλλο παρά μια φωνή που έλεγε καθαρά το τι νιώθει.
Του ’παμε μόνο: Όχι, Τσουμπρή. Αυτά τα πράγματα δε γίνονται. Μάθαμε πως ακριβώς σήμερα περνάει κατ’ απ’ το Μπαντλόνι η Μεραρχία σου, η Μεραρχία των Κρητών, ή τουλάχιστον, όσα τμήματα της μείνανε. Κατέβα καλύτερα να την συναντήσεις κι εσύ, μη βρεις κάνα μπελά. Καλή τύχη. Θα δεις πως τα πράγματα δε θα γίνουν όπως τα λες.
Ο Τσουμπρής σήκωσε τους ώμους, κούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε σα να λυπάται που με τα μυαλά που ’χουμε δε θα δούμε ποτέ Θεού πρόσωπο, ξύπνησε τον στρατιώτη του που ’χε αποκοιμηθεί πίσ’ απ’ την λινάτσα που χώριζε στα δύο το δωμάτιο και βγήκε, αμίλητος, στο σκοτεινό καλντερίμι.
«Θα δεις πως θα ξανανταμώσουμε!» μας φώναξε από μακριά, «κι ας λέτε ό,τι θέλετε εσείς. Να με χέσετε αν δεν σας φτάσω ζωντανούς στην Αθήνα!»
Άξαφνα ξαναγύρισε, έχωσε το κεφάλι του στη μισάνοιχτη πόρτα, και με φωνή περιγελαστική, μα που δεν είχε πια καμιά τραχύτητα, μας ψιθύρισε τραγουδιστά:
«Σας αγαπάω γιατί είσαστε νήπια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου