(Απρίλης 1941. Αλβανικό μέτωπο)
Ε! Τι μπορεί να τον κάνει ο πανικός τον άνθρωπο! Δεν είχα πια καμιά αμφιβολία πως η προπαγάνδα οργιάζει γύρω μας, μα δεν το ’χα νιώσει ποτέ πιο έντονα όσο στην περίπτωση του Παναγιώτη.
Ήταν εκείνος ο ανοιχτόκαρδος και ροδοκόκκινος στρατιώτης που η τεράστια παλάμη του τύλιξε όλο το χέρι μου εκείνο το πρώτο βράδυ που μπήκα στο σπίτι που με στέλνανε να εγκατασταθώ, ενώ τα μικρά του μάτια χαμογελούσαν ήρεμα, τίμια, καλοκάγαθα. Που τόσο υπερηφανευότανε πως την έχει κάτω, στο έμπα της σκάλας, την αραβίδα του, γιατί σαν ιπποκόμος «συνδέσμου» αξιωματικού είχε πάει φορές και φορές στις πρώτες γραμμές. Που μου ’χε ρίξει βεντούζες και μ’ είχε ζυμώσει στο τρίψιμο, ενώ χοντροί κόμποι ιδρώτα πέφτανε πάνω στην πλάτη μου απ’ το ολοκόκκινο ξαναμμένο και καταφχαριστημένο του πρόσωπο. («Στο χωριό, όλους αυτός τους έτριβε, κύριε Ανθυπασπιστά», έλεγε για να με καθησυχάσει) και μ’ είχε περιποιηθεί, σα μεγαλύτερος αδερφός, όσες μέρες μ’ είχε ταράξει – τότε – εκείνη η αναθεματισμένη γρίππη.
Είχε μάθει σήμερα πως το Σώμα είχε χωριστεί σε δύο κλιμάκια, και πως το πρώτο, που θα περιλάβαινε όλες τις δευτερεύουσες υπηρεσίες, θ’ αναχωρούσε απόψε, ενώ τ’ άλλο, που σ’ αυτό υπαγόταν κι αυτός σα στρατιώτης αξιωματικού «συνδέσμου», θα ’μενε ακόμη εδώ, χωρίς να ’χει αποφασιστεί ως τα πότε.
Δεν τον είχα ακόμη δει αυτές τις μέρες, μετά την επιστροφή μου απ’ το Μπούμπεσι. Τον πήρε κάπως το μάτι μου να με παραμονεύει, καθώς στεκόμαστε με κάτι άλλους αξιωματικούς στην άκρη του καλντεριμιού, με τον γκρεμνό από κάτω μας, κοιτώντας, δίπλα στο σταχτογάλαζο ποτάμι, όσο κομμάτι δρόμο φαινότανε, που ’χε μαυρίσει από κάτι τμήματα του «βαρέως» που κατηφορίζανε βιαστικά, ενώ η βουή από βαριά σιδερικά που τραντάζονται ακατάπαυστα μας έφτανε κυματιστά εδώ πάνω.
Όταν είδε τους άλλους αξιωματικούς ν’ απομακρύνονται, με πλησίασε. Έμεινα κατάπληκτος με την αλλαγή του. Έτρεμε, παιδεύοντας τα δάχτυλα και των δυο χεριών του καθώς κάθε τόσο, ασυναίσθητα, φαίνεται, τα σταύρωνε και τα ’λυνε πάλι βιαστικά, σ’ ένα σχήμα νευρικής παραληρητικής ικεσίας.
Ήτανε κίτρινος, με βουλιαγμένα μάτια και μάγουλα, αξούριστος, με σιχαμένα ανοιχτόξανθα αραιά γενάκια γύρω στο πηγούνι του, τα χείλια του ήταν ξασπρισμένα και όλο σκασίματα, και τα μάτια του, μεσ’ απ’ τις βουλιαγμένες κόγχες τους, με κοιτούσαν ξετρελαμένα και περίτρομα.
Όχι, έλεγε, κ’ η φωνή του τραύλιζε από ένα εσωτερικό τρεμούλιασμα που δεν συγκρατιότανε άλλο, σαν ένα πουλί δεμένο απ’ τα πόδια που απελπισμένα φτεροχτυπιέται –όχι, ούτε ήτανε, ούτε είναι άρρωστος, κύριε Ανθυπασπιστά, μα να χαρείς ό,τι αγαπάς, κι αν σου ’χω κάνει κι εγώ λίγο καλό στον κόσμο… Έχει πέντε αδερφάδες, κύριε Ανθυπασπιστά, με κανέναν άλλον προστάτη απ’ αυτόν… Έτσι να πέσω να σου φιλήσω τα πόδια σου… (Τον άρπαξα απ’ τους δύο αγκώνες για να τον συγκρατήσω). Θέλει ν α φ ύ γ ε ι ! ν α φ ύ γ ε ι ! – με το πρώτο κλιμάκιο! –Να μην τον αφήσουνε εδώ, γιατί όπου να ’ναι οι Ιταλοί φτάσανε – μας έχουν ζωσμένους από παντού, κι αχ! θα τον πάρουν κι αυτόν αιχμάλωτο… Σ’ ό, τι έχεις πιο ιερό, και στ’ όνομα του Χριστού και της Παναγίας, πες δύο λόγια στον αξιωματικό του για να τον αφήσει να φύγει μαζί μας – για να προλάβουμε καταλαβαίνεις; (σφύριζε σχεδόν) –να προλάβουμε…
Έκλαιγε, εκεί ορθός μπροστά μου, στην άκρια του γκρεμνού, και χοντρά δάκρυα καναλούσαν πάνω στα κιτρινισμένα του μάγουλα, και καθώς στάζανε, του βρέχανε τη μανδύα του.
Έμενα άναυδος μ’ αυτή τη σκηνή, τα ’χα χάσει, και στην αρχή δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω.
«Μα τι είν’ αυτά που λες, μωρέ Παναγιώτη !» είπα στο τέλος. «Ποιος θα μας πιάσει; Πώς θα πάμε όλοι αιχμάλωτοι; Ποιος κάθησε και του τα ’πε όλ’ αυτά ! Πώς κάνεις έτσι σα μωρό παιδί; Και γιατί πιστεύεις έτσι, μωρέ Παναγιώτη, όλα τούτα που διαδίδουν για να μας φαρμακώσουνε όλους μας ακόμη πιο πολύ;»
Μα έβλεπα καθαρά πως δεν κάνω τίποτε μ’ ό,τι και να του λέω. Μου ’χε πιάσει πάλι μες στα δυο χέρια του το χέρι μου και με κοιτούσε ικετευτικά μες στα μάτια, σαν πιστό ζώο που περιμένει τα πάντα απ’ τον αφέντη του.
«Καλά», είπα σε λίγο για να δώσω ένα τέλος σ’ αυτή την οδυνηρή σκηνή (αν και ήξερα πως ό,τι μου ζητάει είναι όχι μόνο απραγματοποίητο, αλλά κι εντελώς ανάρμοστο), «καλά˙ θα κάμω ό,τι μπορώ. Μα κι εσύ, μην τα βάζεις έτσι κάτω, μωρέ Παναγιώτη!»
Έσκυψε (ποιος θα το περίμενε ποτέ!) να μου φιλήσει το χέρι, μα το τράβηξα εγκαίρως. Τον είδα ν’ απομακρύνεται με σκυμένο κεφάλι, ενώ ακόμη οι πλάτες του όλο αναταραζόντουσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου