Φευγάτε! (β’ μέρος)



Ευτυχώς για μας, προτού μεταδοθεί ο πανικός, κάτι φωνές φώναξαν: «Έρχονται τ’ αυτοκίνητα!» Όλα ηρεμήσανε μεμιάς μες στη χαρωπή αναμονή. Έβρεχε, όπως λένε, με το τουλούμι, όλοι μας είχαμε μουσκέψει ως το κόκκαλο, η νύχτα είχε γίνει κατασκότεινη. Είδαμε τα φώτα τους, το ’να πίσ’ απ’ τ’ άλλο, λαμπερά, πασίχαρα, να στρίβουν την τελευταία κορδέλα, να ευθυγραμμίζουν, και να ’ρχουνται πια γραμμή κατ’ απάνω μας. Έρχονται! Έρχονται να μας πάρουν! αντιβούιζε όλος ο τόπος κι ο καθένας έσκυβε για να περιμαζέψει τα πράματά του και ν’ ανοίξει όσο μπορεί πιο ελεύθερο δρόμο.
Α! δεν θα ξεχάσω ποτέ, μου φαίνεται, αυτό το γιουρούσι που έγινε τότε! Ήτανε όλα-όλα τους έξι, κι ό,τι και να γινόταν δε θα χωρούσαν ούτε το ένα τέταρτο απ’ όσους βρισκόμαστε εδώ. Ούτε επιχείρησα να πλησιάσω, γιατί άξαφνα, ήτανε ένα θέαμα αηδιαστικό. Αν τους έλεγες πως πρέπει να σκοτώσουν τον άλλο για να βρουν μια θέση – θα το κάνανε. Ήτανε μια ομαδική αλλοφροσύνη – φωνές, χτυπιές, παρακάλια, τραβήγματα – μια τέλεια ξετσιπωσιά κι αδιαφορία για την εντύπωση που δίνεις. Από τους πρώτους, καθισμένο μάλιστα στην καλύτερη θέση, δίπλα στο σωφέρ, είδα τον Ανανίου. Κρατούσα μπράτσο τον Καψωμένο˙ είχαμε ανεβεί πάνω σε μια ξερολιθιά˙ κι από κάτω μας μάνιαζε όλη τούτη η ανθρωποθάλασσα. Τον ένιωθα να μου σφίγγει κι αυτός το μπράτσο μου πάνω στο στήθος του, σε μια ασυναίσθητη, ίσως, σύσπαση φρίκης. Άκουγες βόγγους χτυπημένων, ή κι απ’ άλλους που τους ποδοπατούσανε ακόμη, το ρόγχο των μηχανών, απότομες εξατμίσεις. – Ξεκινήσανε επιτέλους. Ένα ολόκληρο κύμα έτρεχε ακόμη από πίσω τους, προσπαθώντας να σκαρφαλώσει. Άλλους τους σπρώχνανε όσοι ήταν πια μέσα, άλλοι γκρεμοτσακιζόντουσαν μόνοι τους.
Τ’ αυτοκίνητα χαθήκαν πια – δόξα το Θεό! Όσοι απομένανε, απομένανε λαχανιασμένοι, σχεδόν κατάπληκτοι στην αρχή, κ’ ύστερα ξέσπασαν απότομα οι φωνές κ’ οι βλαστήμιες, που πάλι, το ίδιο απότομα, βουβάθηκαν σε λίγο.
Έγινε μια μεγάλη σιγή. Δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά τη βροχή που έπεφτε επάνω μας σαν καταρράχτης. Για να συνέλθω από το ρίγος του πυρετού, από το μούσκεμα της βροχής (Ε! και γιατί να μην την πούμε τη λέξη;), απ’ την απόγνωση, έπινα όλο και πιο πολύ κονιάκ απ’ το παγούρι μου. Ο Καψωμένος προσπαθούσε, άτονα, να μ’ εμποδίσει, μα κι αυτουνού του πέφτανε βαριά, αδρανή, άσκοπα, τα δυο χέρια στα πλάγια.
Άρχισε η διαρροή, που κανένας δε μπορούσε να την συγκρατήσει. Στην αρχή ένας- ένας, δυο-δυο, κ’ ύστερα ολόκληρα μπουλούκια, που χανόντουσαν, χειρονομώντας και φωνάζοντας, μες στη βροχή και τη νύχτα – και πίσω τους να τρέχουνε, για να ενωθούν βιαστικά μαζί τους, κάτι αναποφάσιστοι μοναχικοί, που τώρα πια σα να τους ρουφούσε μαγνήτης.
Άλλοι είχανε βάλει χέρι σε κάτι άλογα. Ήτανε κάτι ζώα ψηλά με φαρδιά καπούλια, κι απάνω τους καβαλικεμένοι και δύο, και τρεις, και τέσσερις ακόμη, σφιχτά πιασμένοι ο ένας απ’ τη μέση του άλλου, μ’ όλα τα πόδια τους, κι απ’ τα δυο πλάγια, απλωμένα στη σειρά για να κλωτσήσουν αμέσως όποιον θα τολμήσει να πλησιάσει.
Ο Νίκος ο στρατιώτης μου, που τόση ώρα στριφογύριζε γύρω μου σα να καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, το ’χε σκάσει άξαφνα κι αυτός. Ο τόπος κάπως άδειαζε. Από την Κόνιτσα άρχισαν να φτάνουν κάτι σκόρπια τμήματα μεταγωγικού. Οι φαντάροι ρίχτηκαν να καβαλήσουν στα καπούλια των μουλαριών. Οι μεταγωγικοί αντιστεκόντουσαν˙ ήρθανε στα χέρια, το φορτωμένο μουλάρι τίναζε το σκοινί του, κλωτσούσε – γινότανε αληθινό πανδαιμόνιο.
Εκείνο που μου έκανε κατάπληξη ήτανε που είδα άξαφνα τον Πολιτόπουλο, τον Πολιτόπουλο που τον γνώριζα καλά και τον ήξερα τόσον καιρό για παλικάρι. Αξιολύπητος κι αξιοδάκρυτος τώρα, έτρεχε πίσω από κάθε μουλάρι που περνούσε μπροστά του και προσπαθούσε με μια πηδιά να βρεθεί πάνω στα καπούλια, μα κάθε φορά έπεφτε άτσαλα, με την κοιλιά, γλιστρούσε ή τον έσπρωχνε ό μεταγωγικός, και βρισκόταν ξαπλωμένος μέσα στη λάσπη.
«Πάρτε με και μένα! Πάρτε με και μένα!» φώναζε ικετευτικά.
Έτρεχε, με τα δυο του χέρια σηκωμένα ψηλά˙ η μανδύα του, του ’χε ξεκουμπωθεί κι ανέμιζε πέρα-δώθε πίσω του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου