Η Ευτέρπη είχε πάρει το χοντροκόκαλο σκαρί της Σαλαμάντρας και της έμοιαζε πιο πολύ από την ίδια της την κόρη. Σ’ ένα πράμα μόνο δεν της είχε μοιάσει: στην προκοπή και στην πάστρα. Τα καλοκαίρια που την έστελνε η μάνα της, απ’ το Πέρα, να κάνει εξοχή στο Μακροχώρι, η Λωξάντρα τραβούσε το διάβολό της να καταφέρει να λούσει την Ευτέρπη.
― Έλα, ντουντού μου, έλα, κοκόνα μου, έλα να πάμε στο χαμάμι. Έλα να διεις εγώ τι ωραία παστέλια θα σ’ αγοράσω απ’ την αραπίνα του χαμαμιού.
Σκούντα-βρόντα τη χώνανε την Ευτέρπη με το ζόρι στο αμάξι. Σκούντα-βρόντα με το ζόρι τη χώνανε στο λουτρό. Βοηθούσε και ο Ταρνανάς και η Σουλτάνα και ο Αλέκος, γιατί όσο ήτανε τ’ αγόρια μικρά τα παίρνανε κι αυτά μαζί τους στο χαμάμι, βέβαια. Κάθε Σάββατο πρωί γίνουνταν το μεγάλο γλέντι του λουτρού. Αποβραδίς η Λωξάντρα ετοίμαζε το φαγητό της άλλης μέρας: βραστή κότα με ζωμό και ύστερα μαλεμπί. Ετοίμαζε και τα αναψυκτικά που θα παίρνανε μαζί τους στο λουτρό: σουμάδα, πορτοκαλάδα ή βυσσινάδα, κανένα γλύκισμα ή τίποτα τέτοια, όχι βαριά πράματα και φαγιά. Ά-πα-πα-πά! Αυτά τα κάναν οι Τουρκάλες και οι Αρμένισσες που βάφονταν με κινά και ως που να στεγνώσει ο κινάς για να μη στενοχωριένται κάθουνταν στο σοουκλούκι, δηλαδή στο δροσερότερο θάλαμο του λουτρού, και τρώγανε τοπίκια, γιαλαντζί-ντολμάδες και χοντροφάγια.
Στης Ευτέρπης το λούσιμο βοηθούσε και ο Ταρνανάς και ο Αλέκος για να τη χώσουν μέσα στο λουτρό και να καταφέρουν να τη γδύσουν. Όταν όμως μεγάλωσαν πια τα αγόρια και σηκώθηκαν οι γυμνές γυναίκες μια μέρα με τις γαλέντζες στο χέρι να τα πετάξουν έξω από το λουτρό, και έγινε εκείνο το πανδαιμόνιο που η Λωξάντρα κόντεψε να λιγοθυμήσει, τότες που της είπανε: «Κυρά μου, δεν έφερνες και τον άντρα σου να λούσεις;» (ακούς εκεί να την πούνε τέτοια λόγια;) από τότες η Λωξάντρα έπαιρνε μαζί της το Χαρικλό και το Πλοπλό για να μπορέσει να κάνει ζάφτι την Ευτέρπη. Να την τρίψει καλά, όπως ήθελε εκείνη, να τη σαπουνίσει, να τη λουτροκοπανίσει. Ένα σαπούνι και δεύτερο σαπούνι και τρίτο σαπούνι, τρεις κι η Αγία Τριάδα. Και ύστερα το περέχυμα. Βουτούσε η Λωξάντρα το ασημένιο τάσι της μέσα στη μαρμάρινη γούρνα και περεχούσε την Ευτέρπη και δροσίζονταν. «Ω-ω-ωχ!»
― Άντε κι άλλο ένα τάσι πιο δροσερό για να μην κρυώσεις σαν θα βγεις. Άντε κι άλλο ένα, βρ-ρ-ρ-ρωμούσα, που αν σ’ αφήσω, σκουλήκι θα πιάσεις. Αλυσίδα μωρή θα κάνουν τα σκουλήκια και θα σε σύρουνε στη θάλασσα! Άντε κι άλλο ένα, για χατίρι μου, κακόν καιρό-να-μην-έχεις, λοπράνα! Άντε και νύφη να σε λούσω, κοπρ-ρ-ρ-ρόσκυλο, που με τάραξες σήμερα!
Και έτσι, μετά φανών και λαμπάδων, κουκουλωμένη μέσα σε παχύ μπρουσιανό μπουρνούζι, έβγαινε η Ευτέρπη από το ζεστό θάλαμο του λουτρού, περνούσε στον πιο δροσερό, και από κει στη μεγάλη σάλα όπου είχαν ξεντυθεί, και η Λωξάντρα από πίσω της ακόμα έλεγε. Και για να πάρει πίσω την καρδιά της Ευτέρπης, αγόραζε από την αραπίνα, που κάθουνταν μπροστά σ’ ένα πελώριο ταβλά στη μέση της σάλας, λιχουδιές από μέλι και σουσάμι.
Λωξάντρα! Τι μου θύμισες τώρα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα' σαι καλά.
Δημήτρης
Είναι ένα βιβλίο γεμάτο νοσταλγία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή