Το αυγουστιάτικο παπάκι τρώγεται ωραία με τη μπάμια. Είναι αμαρτία να περάσει ο Αύγουστος και να μη φας παπάκι με τη μπάμια.
Παραμονή της Παναγίας η Λωξάντρα πήρε παπάκια να ψήσει με τις μπάμιες, και παρ’ όλη της την κούραση κατέβηκε μόνη της στην κουζίνα να τα καψαλίσει. Ήτανε κουρασμένη γιατί την παραμονή είχε εφοδιαστεί με τα χειμωνιάτικα καύσιμά τους. Γέμισε την αποθήκη της ξυλοκάρβουνο, έφερε και τους Κούρδους να κόψουν και να θηκιάσουν τριάντα τσεκιά ξύλα για τις σόμπες.
Όπως ο γαλατάς στην Πόλη ήτανε Σλάβος, ο ψαράς Αρμένης, ο φούρναρης Ηπειρώτης, έτσι και ο ξυλοκόπος ήτανε Κούρδος. Γι’ αυτό και η Λωξάντρα φώναξε τους «Κιούρτηδες» να κόψουνε τα ξύλα της. Πρωί – πρωί, στη μέση του δρόμου, μπροστά στο σπίτι της, άδειασαν τριάντα τσεκιά από κορμούς δέντρων και έφτασαν οι Κούρδοι, κάτι χεροδύναμοι γίγαντες με βράκες και μαντίλια δεμένα γύρω απ’ το φέσι τους, με αστραφτερούς μπαλτάδες ακονισμένους καλά, να κόψουνε τα ξύλα. Μερακλήδες ήτανε οι Κούρδοι στους μπαλτάδες τους. Ακόμα και στο χωριό του μέσα στο Κουρδιστάν, ο Κούρδος ποτέ δεν αποχωρίζουνταν το μπαλτά του, και όταν έφευγε να ξενιτευτεί του έδινε η μάνα του το μπαλτά στο χέρι όπως η Σπαρτιάτισσα έδινε στο γιο της την ασπίδα. Όταν ο Κούρδος έφτανε σε ηλικία δεκατεσσάρων – δεκαπέντε χρονών και άρχιζε να νιώθει τις πρώτες λαχτάρες της νεότητας, δεν έπαιρνε λουλούδια στο χέρι του, αλλά το μπαλτά του έπαιρνε στον ώμο και γύριζε μέσα στους μαχαλάδες φωνάζοντας: «Ντερτίμ βαρ, ντερτίμ!», δηλαδή: «Καημό έχω, καημό!» και κοίταζε ένα γύρο στα καφασωτά παράθυρα. Η κοπέλα που δέχουνταν την πρότασή του έπρεπε ν’ ανοίξει το παράθυρο και να του απαντήσει: «Ντερτινέ κουρμπάν αλούρουμ!» δηλαδή: «Στο ντέρτι σου θυσία γίνουμαι». Τότε ο γαμπρός έμπηγε το μπαλτά του στην πόρτα της νύφης λέγοντας: «Μπέντε μπαλταΐ μπουρντά βουρούρουμ», δηλαδή: «Κ’ εγώ το μπαλτά μου εδώ τον χτυπώ». Πήγαινε ύστερα σπίτι και έστελνε τη μάνα του να του φέρει πίσω το μπαλτά και μ’ αυτή την ευκαιρία να γνωριστεί με τη νύφη.
Τέτοια σημασία είχε για τον Κούρδο ο μπαλτάς. Και προτιμότερο ήταν να βρίσεις τον Προφήτη του, παρά να πεις κακό για το μπαλτά του.
Η Λωξάντρα τους Κούρδους τους φοβόταν, όπως φοβόταν και τους Τούρκους. Όταν όμως τους φώναζε να κόψουνε τα ξύλα της – α! όλα κι όλα!- γάντια μαζί τους δεν έβαζε.
― Κακόν – καιρό – να – μην – έχεις, κιοπόγλου κιοπέκ1! ξεφώνιζε κουνώντας πάνω απ’ το κεφάλι του Κούρδου ένα κούτσουρο. Το βλέπεις αυτό; Χωρεί, μωρέ, μέσα σε σόμπα αυτή η ξυλάρα;
Πολύ δεν είχε να πει και τίποτα να θίξει το μπαλτά του. Και όμως, οι Κούρδοι μαζί της δεν κακοφανίζουνταν, έκαναν όλα της τα χατίρια. Της θήκιαζαν τα ξύλα μέσα στις αποθήκες της και ο αποχαιρετισμός το βράδυ ήτανε πάντα πολύ εγκάρδιος με τα σχετικά γκιουλέ – γκιουλέ2 και τις αμοιβαίες ευχές για ένα καλό χειμώνα και τα μπαξίσια και τα δεματάκια: «Παρ’ το αυτό για το παιδάκι σου και κείνο για τη γυναίκα σου», και τα ρέστα.
Το βράδυ, κουρασμένη η Λωξάντρα έπεσε να κοιμηθεί και όλη την νύχτα έβλεπε στον ύπνο της μπαλτάδες και κρέατα ωμά και κάτι τέτοια σαρδανάπαλα πράματα. Το απέδωσε στις εντυπώσεις τις χτεσινές και δεν έδωσε σημασία. Είπε, μόλις ξύπνησε: «Ο Ιησούς Χριστός νικά», και κατέβηκε στην κουζίνα να τσουρώσει τα παπάκια. Πού ήθελες να ξέρει η έρημη τι τους περίμενε; Που ήθελες να ξέρει πως η Συνθήκη που είχε υπογραφεί εδώ και δεκαοχτώ χρόνια στον Αι-Στέφανο είχε αναθεωρηθεί και ξανά αναθεωρηθεί, και πως η Βουλγαρία έγινε αυτόνομη ηγεμονία, η Ρουμανία και το Μαυροβούνι κηρύχτηκαν ανεξάρτητα, η Ρωσία πήρε το Καρς, το Αρδαχάν και το Βατούμ, η Αγγλία πήρε την Κύπρο, η Ελλάδα τη Θεσσαλία και μέρος απ’ την Ήπειρο, ενώ οι Αρμεναίοι δεν πήραν τίποτες απ’ όσα τους τάξανε, και άρχισαν γι’ αυτό να επαναστατούνε, και ο Σουλτάν Χαμίτ ξεσήκωσε το λαουτζίκο στο πόδι, κουβάλησε Κούρδους με μπαλτάδες απ’ το Κουρδιστάν και οργάνωσε σφαγή των Αρμεναίων μέσα στους δρόμους της Πόλης, χρονιάρα μέρα, παραμονή Δεκαπενταύγουστου; Πού ήθελες να τα ξέρει όλα αυτά;
1. Σκύλου γιε.
2. Με το καλό.
2. Με το καλό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου