Φωνή στη γη, φωνή στον ουρανό





Της Αγίας Βαρβάρας ανήμερα, στις αρχές του Δεκέμβρη, την πιάσανε οι πόνοι την Κλειώ. Ήταν απόγεμα και η Λωξάντρα είχε λιμπιστεί αντσούγες και είχε στείλει τον Ταρνανά να της αγοράσει απ’ το μπακάλη. Κάθουνταν στο παράθυρο της τραπεζαρίας και τον περίμενε, όταν άξαφνα άκουσε το Γιωργάκη να τρέχει και να φωνάζει:
― Πάω να φέρω τη μαμή!
Ένα «κρακ» ένοιωσε μέσα της η Λωξάντρα και ύστερα τρεμούλα.
― Σπάσανε τα νερά; φώναξε.
Αλλά ο Γιωργάκης είχε φύγει.
Βγήκε τρεχάτη ν’ ανέβει πάνω, και αντίς απάνω βρέθηκε στην κουζίνα με τον κόπανο στο χέρι. Είχε μπροστά της το γουδί της σκορδαλιάς άδειο και το κοπανούσε και μουρμούριζε:
― Να μην ακούσω τις φωνές, Παναΐα μου, να μην τις ακούσω.
― Καλέ Λωξάντρα, τι κοπανάς εκεί; Τρελάθηκες; είπε η Ελεγκάκη μπαίνοντας στην κουζίνα βιαστικά. Καλέ το νερό βάλε να βράσει. Γέννα έχουμε!
Ντράπηκε η Λωξάντρα και καμώθηκε πως δεν ήξερε πως άρχισαν οι πόνοι.
Μπήκε το νερό στη φωτιά και έβρασε, και ξανάβρασε, και ξανάβρασε, και όλη τη νύχτα έβραζε ώσπου ξημέρωσε, και η Κλειώ ακόμα δεν είχε γεννήσει.
Η Κλειώ απάνω, φωνή στη γη, φωνή στον ουρανό.
Μπρούμυτα η Λωξάντρα στην κάμαρά της, μπροστά στο εικονοστάσι τάζει. Τάζει στην Μπαλουκλιώτισσα, χτυπά το κεφάλι της στο πάτωμα. Όλο της το αίμα έχει ανέβει στο κεφάλι της. Χτυπούνε τα μηλίγγια της, το πρόσωπό της είναι μελανό.
Και άξαφνα:
― Έλα πάμε.
Ανοίγει το εικονοστάσι και βγάζει από μέσα τη Μπαλουκλιώτισσα.
― Πάμε.
Σαν μπήκε η Λωξάντρα στο δωμάτιο βαστώντας την εικόνα, η Κλειώ είχε κλεισμένα τα μάτια της και ήτανε εξαντλημένη. Οι πόνοι είχαν σταματήσει.
― Βγάλ’ τους όλους έξω, λέει η Λωξάντρα στη μαμή, και κλείδωσε την πόρτα.
Ακουμπά την εικόνα πάνω απ’ το κεφάλι της λεχούσας:
― Κλειώ, Κλειώ, η Μπαλουκλιώτισσα είναι απάνω απ’ το κεφάλι σου. Τη νοιώθεις; Μπρος, τάξε.
Κούνησε η Κλειώ τα χείλια της και η Λωξάντρα κατάλαβε πως τάζει το μαργαριτάρι της. Τότες η Λωξάντρα έδεσε δυο φασκές του μωρού στα κάτω κάγκελα του κρεβατιού, έδωσε τις άκρες τους στα χέρια της Κλειώς, και της λέει «Τράβα».
― Ακούς τι σε λέω; Να, τώρα που θα ξανάρτει ο πόνος – γιατί θα ξανάρτει, δε γένεται,- τράβα και σφίξου. Περίμενέ τονα, γιατί χωρίς το μεγάλο πόνο δεν ελευτερώνεσαι. Μην τον αποφεύγεις. Παρακάλα νάρτει για να ελευτερωθείς. Και άμα έρτει μην ξεφωνίζεις σαν την τρελή, στα μπόσικα, μην τον σκορπάς στον αέρα, κατάπιε τον στα σωθικά σου και σπρώξ’ τονα και βγάλ’ τονα από κάτω, μαζί με το παιδί!
»Έτσι μπράβο… άλλη μια. Μπράβο: Τράβα τις φασκές. Μούγκριζε, μη φωνάζεις. Άφεριμ. Τώρα ησύχασε.
Και σκουντώντας τη μαμή με τον αγκώνα της:
― Άντε μωρή εσύ από κάτω να πιάσεις το παιδί, έρχεται!
― Έρχεται! φωνάζει η Λωξάντρα. Μπράβο, Κλειώ, έρχεται.
Οι φωνές της Κλειώς τώρα πια δεν ακούονται, φωνάζει η Λωξάντρα.
― Άαααχ! Άαααχ!
Και σε λίγο ένα μεγάλο «Αχ», που θα ακούστηκε ως το Γαλατά Σεράι, και η Λωξάντρα σωριάστηκε στο πάτωμα.
― Κορίτσι! είπε η μαμή.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου