Στης Μούραινας κάθε απόγευμα γινόταν προσκύνημα, κούτσου κούτσου να σου και θρονιάζονταν στη σάλα, αμάσητους καταπίνανε τους κουραμπιέδες, η Μούραινα μάλιστα, στουπί από ρακές, μαστίχες, λικεράκια, ξεστόμιζε διάφορα πονηρά και στα πιο πετυχημένα τα χαχανητά και τα σους ανάκατα κοινοποιούσαν την αμαρτία και παραέξω. Τα γειτονάκια σούρνονταν στα τέσσερα, τόσο δα χαμηλό τους είχε βγει το μαντράκι, κρυφακούγανε κι αποστηθίζανε τα αισχρόλογα, στο δημοτικό το μάθημα αυτό το ξέρανε φαρσί όλα. Ο δάσκαλος, για να κατσαδιάσει τάχα τη Μούραινα, τα τσίγκλιζε να του τα μαρτυρούν κι αυτουνού, ήσυχος άνθρωπος ο κύριος Στρατάκης, σκεφτόταν η Μόσχα, το μόνο του κουσούρι.
― Από την ίδια τρύπα βγήκανε, ο ένας γιος γαμούσε σαν κορεάτικος τυφώνας, ο άλλος σαν σοροκάδα, από τις νύφες πήρα τις πληροφορίες εγώ, έψαχνε τις προάλλες τη μάνα της και τα άκουσε αυτά η Μόσχα με τα ίδια της τ’ αυτιά, είχε μάλιστα τόση φόρα η Μούραινα, που δεν πρόλαβε να κόψει τη φράση ή να τα μπαλώσει.
Δεν της έκανε και τόση εντύπωση αυτό που άκουσε όσο αυτό που είδε, τις αναψοκοκκινισμένες μουσαφίρισσες που δεν πήραν χαμπάρι το κορίτσι, πού να κρατηθούν αυτές, το χαβά τους, κρέμονταν από τα χείλη της χοντρής που κοκορευόταν πως ο λεγάμενός της δεν μπορούσε να τη σύρει έξω, γιατί η άγκυρά του έβρισκε στις τρίχες της.
Όταν η Μόσχα ήταν έντεκα δώδεκα και δεκατριών ακόμα, πονηρευόταν, την έτρωγε η περιέργεια, κι όποτε η μάνα της, αραιά και πού, έπαιρνε το πανεράκι με ό,τι άρραφτο κι έβαζε πλώρη για της Μούραινας ή όπου αλλού μαζεύονταν όλες και το ασυμμάζευτο στόμα πρώτη και καλύτερη, έβρισκε αφορμή να ορμήσει άξαφνα κι ό,τι αρπάξει το αυτί της, τα αντέγραφε σε μικροσκοπικά χαρτάκια και πρωταγωνιστούσε κατόπιν στην παρέα με Κατίνα, Κική, Μαρί, ο πούτσος του κατάρτι, εξήντα αρχίδια στο βαπόρι ίσον τριάντα άντρες πλήρωμα, λαρδομούνες επειδή πιάνανε εκεί ξίγκι, αμάλαγες μήνες και χρόνια, η Αργεντινή βγάζει τις καλύτερες κουβέρτες γιατί είναι μπουρδέλο και σκέφτονται μόνο το κρεβάτι κι επίσης το πολύ λεμόνι του νησιού ξινίζει το φιλί, καμιά φορά και το πουτί.
Όλα αυτά ως τα δεκατρία, έστω δεκατριάμισι, ήταν ένας απαγορευμένος θησαυρός, ένα επιθυμητό βασανάκι, τι θα πει εκείνο, τι το άλλο, αναρωτιόντουσαν οι μικρές, μυστήριον ο έρως φουντώνει κάθε θέρος, διότι τους χειμώνες όλες θα είναι μόνες και τα λοιπά.
Η Μόσχα δεν έβρισκε μια καλή ιδέα για να της δώσει σημασία η Όρσα, τρία χρόνια μεγαλύτερή της, αυτό δε θα άλλαζε ποτέ, πάντα θα ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή της η χαϊδεμένη του μπαμπά, που χωρίς να είναι ψηλομύτα, κλειδωνότανε στην κάμαρά της με τις ώρες, κιχ δεν ακουγόταν από μέσα, ή ξάπλωνε ανάσκελα στο μπεντενάκι και κοίταζε το Μάτι του Θεού, εκεί που κουτουλάνε δυο βουνά και τα σύννεφα βιάζονται.
Ορσούλα, σε μισώ, αυτό να λέγεται, σκεφτόταν η Μόσχα, μην αγαπήσεις όμως ναυτικό γιατί, εκτός από το φόβο του χαμού του, θα κρέμεσαι κι εσύ από το στόμα της Μούραινας, που θα ’χει πια παραγεράσει και πραγματικά, τριάντα οχτώ χρονών η φάλαινα και αγκομαχούσε να σκαρφιστεί κάτι πρωτότυπο, οι χήρες ειδικά δεν κάθονταν αδιαμαρτύρητα ν’ ακούνε τα ίδια και τα ίδια, απαιτούσαν ανανέωση. Πριν πλακώσουνε λοιπόν τα καφεδόμπρικα, έσπαγε το κεφάλι της να ευφράνει τις γυναίκες, που, χήρες και μη, πέφτανε στα στρωσίδια μόνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου