Κάποιο βράδι, στο καφενείο του Λουμίδη, βρέθηκε πλάτη με πλάτη κοντά σ’ έναν παλιό συμφοιτητή του, πίνοντας και οι δυο όρθια το ποτό τους. Κι αν ακόμα ο χρόνος συντελούσε να ξεχάσει ή να μπερδέψει την φυσιογνωμία του άλλου, οι εφημερίδες τον τελευταίο καιρό του την φρέσκαραν, με μιαν επαναλειπτικότητα που έκανε τον Τηλεκίδη ανεξήγητα και τελείως αδικαιολόγητα, να αισθάνεται κάποιαν αμηχανία, σα να ’βλεπε ξαφνικά τα πισινά του φίλου του, ας πούμε. Ναι, η φωτογραφία ήταν κάπως μελοδραματική, ιδιαίτερα επιλεγμένη για την περίσταση: ο φίλος του είχε κερδίσει το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας… Ήταν συγγραφέας, είχε τις επιτυχίες του, ιδίως κάτι σενάρια που τον πέρασαν μέσ’ στα γρανάζια της δημοσιότητας κι ο Τηλεκίδης εκείνη τη στιγμή μπορούσε να διακρίνει στην έκφραση του παλιού συμφοιτητή του, την βεβαιότητα που εκτρέφει κανείς όταν είναι αρκετά γνωστός και περιμένει πάντα κάποιαν απρόοπτη συνάντηση. Από στιγμή σε στιγμή κάποιος μπορούσε να τον συναντήσει, διάβολε, κι ο συγγραφέας είχε συνείδηση αυτού του πράγματος· γι’ αυτό κι η φυσιογνωμία του είχε εκείνη την εμβρύθεια που το βλέμμα του άλλου θα την αναγνώριζε αμέσως: Να, ένας άνθρωπος της εποχής, θα έλεγε, να κάποιος που σηκώνει στους ώμους του το βάρος ενός ολόκληρου κόσμου! Ο Τηλεκίδης έκανε κάποιο θόρυβο που υποσήμανε την παρουσία του κι ο συγγραφέας έστρεψε βαρύθυμα το κεφάλι του προς την ύπαρξη αυτή που τον κοίταζε κάπως επίμονα. Σ’ ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αναγνωρίστηκαν κι ο συγγραφέας είπε: «Α, ναι… α, ναι… τότε που παίζαμε την επανάσταση…» ― «Σκληρό κι αχάριστο παιγνίδι», έκανε ο Τηλεκίδης μ’ ένα χασμουρητό. Ο άλλος χαμογέλασε, διαγράφοντας στα χείλη του μια καλά υπολογισμένη πικρία: «Τι κάνεις τώρα;» είπε τέλος. «Τίποτε». Ο συγγραφέας γέλασε. Του άρεζαν, βέβαια, κάτι τέτοια. «Είχα διαβάσει κάποτε, τω καιρώ εκείνω δηλαδή, κάτι ποιήματά σου. Τι έκανες, συνέχισες;» ― «Όχι, δεν μου ’μεινε καιρός». Ο άλλος τώρα φαινόταν σα να προσγειωνόταν με κατανόηση. «Καταλαβαίνω, η βιοπάλη… Είσαι διορισμένος πουθενά;» ― «Υπέβαλα την παραίτησή μου πριν από χίλια χρόνια». Ο συγγραφέας ξίνισε τα μούτρα του. Του άρεζαν, ασφαλώς, οι απρόοπτες απαντήσεις, αλλά κυρίως όταν τις έγραφε ο ίδιος ή τις διάβαζε σε κανένα μυθιστόρημα… Κι ο τρόπος αυτού του… αχ, πώς τον λένε, άρχισε να του δίνει στα νεύρα. Κοίταξε το ρολόγι του. Σε λίγο θα ’πρεπε οπωσδήποτε να πάει σε μια σημαντική συνάντηση, έλεγε η έκφρασή του. «Διάβασα το τελευταίο βιβλίο σου» του είπε τότε ο Τηλεκίδης με πονηρία. «Το διάβασες, αλήθεια;» ― «Μέχρι τον πάτο». ― «Πικρό το ποτήρι, ε;» ― «Ναι, ναι… Μου άφησε μια γεύση βαζελίνης» απάντησε, με την αναίδεια μιας μύγας: έτσι δεν τον κοίταζε ό άλλος; «Τι θες να πεις;» ― «Αυτό. Κι εξ άλλου πήρε το βραβείο της Φιλομούσου Εταιρείας, δεν το πήρε;» Ο συγγραφέας κούνησε το κεφάλι του ντροπαλά, σχεδόν απολογητικά. «Μου το έδωσαν. Τι να ’κανα; Να το πετούσα στους δρόμους;» ― «Όχι για το Θεό, άξιζε και με το παραπάνω… Φίλε μου ως πότε κανείς να ζει στα σκοτεινά; Κάποτε πρέπει να προβάλλεις το κεφάλι σου στον ήλιο. Είδα τις φωτογραφίες σου τελευταία και να μου επιτρέψεις να σε συγχαρώ. Είμαι κακεντρεχής και μοχθηρός μαζί σου γιατί είσαι παλιός μου φίλος, παλιός τέλος πάντων συνάδελφος… ας μην κρυβόμαστε: ζήτημα στοιχειώδους ψυχολογίας. Μα πέραν αυτού, είσαι σήμερα ο αριστερός εκείνος συγγραφέας που ο παπάς της ενορίας θα συνιστούσε στο ποίμνιό του».
Ο συγγραφέας τον κοίταζε με βλέμμα αγριεμένο: «Γράφουμε ό,τι μπορούμε», είπε μαλακώνοντας τη φωνή του με τη σιγουριά του αποπάνω. ― «Ασφαλώς, και γράφοντας θάβουμε τη φωνή μας ακόμα πιο βαθειά. Το ζήτημα είναι πώς θα ακουστούν αυτά που πνίγονται μεσ’ στις ρωγμές, πώς θα κάνουμε αισθητή την απουσία μας!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου