Κι έφτασε κάποια μέρα



Κι έφτασε κάποια μέρα που ο καθένας είχε πιάσει με πολλούς κόπους δεκαεννιά μύγες. Όλοι χρειάζονται μια για να ησυχάσουν. Ψάχναν παντού, μα πουθενά δεν βρισκόταν μια μύγα. Ο ασβέστης είχε σκεπάσει τ’ αυγά τους. Καθένας είχε την κρυφή ελπίδα ότι αυτός θα πετύχει τη μια που χρειαζόταν. Έπιασε όμως αέρας, πολλοί είπαν ότι άρχισαν πια τα μελτέμια και ότι έπρεπε ν’ απογοητευτούν. Κι όσες απόμειναν θα φύγανε μακριά. Κι από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε ότι όλοι έψαχναν για μια, αναζητούσαν δηλαδή την ίδια μύγα.
Κάποιος είπε τότε ότι είδε μια παχουλή στο λιμάνι και ότι μάλιστα είχε τραυματισμένα τα χρυσά φτερά της. Αυτή λοιπόν θα είναι η μοναδική που υπάρχει σ’ όλο τον τόπο! Ο καθένας τότε σκέφτηκε ότι η χρυσαφιά μύγα ήταν δική του, ότι του ανήκε. Κι αμολύθηκαν όλοι. Υπάρχει σίγουρα, ακούστηκε το πέταγμά της. Όλοι λέγανε πως πέρασε μπροστά τους, πως νιώσανε δίπλα στ’ αυτί τους το βουϊτό της. «Δεν είναι χτυπημένη στο φτερό, έχει τσακίσει το πόδι της. Γι’ αυτό δε μπορεί να σταθεί, θα πετάει αδιάκοπα!» Κι ένας άλλος επέμενε πως τα φτερά της είναι χρυσογάλαζα. ― «Όχι, χρυσοκόκκινα…»
Κάποιος φώναξε ότι η χρυσόμυγα φάνηκε στα μαγειρεία. Στριμώχτηκαν, πατήθηκαν, μερικοί πέσανε, κι από πάνω τους πέρασαν ορμητικά χιλιάδες πόδια. «Γιατί δεν την έπιασε αυτός που φώναξε, αφού την είδε πρώτος;» παρατήρησε κάποιος κι ένας άλλος πονηρός είπε ότι ίσως να την είδε πουθενά αλλού και να τους έστειλε προς το μαγειρείο για να την βουτήξει αυτός ανενόχλητος.
«Μα τον είδα, έτρεξε κι αυτός προς τα μαγειρεία…» Με τόση φασαρία η μύγα θα τρόμαξε και θα έφυγε.
«Πέταξε προς τους απόπατους!...» ακούστηκε μια άλλη φωνή. Ένας δυνατός άνεμος τους έσπρωξε όλους προς τα εκεί. Η πληροφορία έλεγε ότι η τραυματισμένη μύγα σουρνόταν στο χώμα γι’ αυτό όλοι άρχισαν να ψάχνουν σκυφτοί γύρω από τους απόπατους. Προσεχτικά μην την πατήσουν. Και αθόρυβα μη την τρομάξουν. Φάνηκαν όμως και πολλά ποντίκια που τριγυρίζανε στο ίδιο μέρος, ανάμεσα στα πόδια τους, και σίγουρα θα τη διώξανε.
Κάποιος, που έκανε πάντα τον πολύξερο, είπε ότι δεν ήταν χρυσόμυγα αλλά μια κοινή του χασάπικου με άσπρη κοιλιά… Τι μας νοιάζει αν δεν έχει χρυσαφιά φτερά; Οι περισσότεροι όμως επέμεναν και βεβαίωναν με σιγουριά ότι η μοναδική μύγα είχε χρυσαφιά φτερά.
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές:
«Πάει προς το λιμάνι! Πέταξε. Την είδαν στο φυλάκιο…»
«Θα μας φύγει…»
Τρέξανε όλοι με αλαλαγμούς. Στην είσοδο του λιμανιού τους σταμάτησαν. «Απαγορεύεται.» Μελαγχόλησαν όλοι γιατί θα την έχαναν. Μπορεί να βαρέθηκε και να φύγει προς τη θάλασσα. «Κι αν πνιγεί;»
«Αφήστε μας είναι η μοναδική!...» είπαν στους φρουρούς.
«Είναι δική μας» απάντησαν οι λιμενοφύλακες.
Κι όπως ήταν όλοι απογοητευμένοι και προσπαθούσαν να διακρίνουν πίσω από τα σύρματα κάποιο πέταγμα, ήρθε ένας λαχανιασμένος, που ανέβηκε σ’ ένα ύψωμα και τους τράβηξε όλους προς τα πάνω.
«Πετάει κατά τη χαράδρα!... Τρέξτε να την κυκλώσουμε!»
Μερικοί δεν κουνήθηκαν. «Όχι, καλύτερα, ας φύγει…»
«Είναι κάπου εδώ κοντά μας!»
Κι ένας διπλανός του πρόσθεσε:
«Ναι, την άκουσα, κάποιος θα την έχει.»
Πολλοί, που είχαν αμολυθεί για το βουνό, σταμάτησαν. Άλλοι κοιτούσαν γύρω τους, γιατί είχανε στ’ αυτιά τους το πέταγμά της.
«Αφού είναι μια και μοναδική, πώς θα μπορέσω να την πιάσω εγώ;» Κι αν την πιάσουμε σε ποιον θα ανήκει; Αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα. Κι αν την έχει βουτήξει κάποιος και κάνει το κορόιδο; Αυτό βέβαια κανένας δεν το ξέρει. Ο έξυπνος θα έχει αποσυρθεί σιωπηλά και αφήνει τους άλλους να χτυπιούνται και να τρέχουν.
«Μήπως την έχεις εσύ;»
«Όχι, πώς το σκέφτηκες;»
«Επειδή σε βλέπω αδιάφορο.»
«Δε με νοιάζει…»
«Αυτό είναι ύποπτο… Όλοι ψάχνουν. Γιατί δε σε νοιάζει;»
«Τι να την κάνω;»
Ύστερα, ήρθανε αντιφατικά μηνύματα, ότι η μύγα φάνηκε ταυτόχρονα στο γιοφύρι και στην αποθήκη, στο χερούλι της πόρτας του γραφείου, στο σύρμα του πειθαρχείου, στο αέτωμα του ναού, στον ώμο ενός ανδριάντα. Άλλος είπε ότι την είδε στη χοάνη ενός μεγάφωνου, στην τρύπα ενός φουρνέλου.
«Θα μας την σκοτώσουν…»
Όταν άρχισε να γέρνει ο ήλιος κι οι ελπίδες λιγόστεψαν, τους έπιασε όλους πανικός. Τρέχανε πάνω κάτω, οι πληροφορίες ήταν πιο μπερδεμένες κι οι φωνές άγριες. Ουρλιαχτά και κραυγές αλλοφροσύνης ακούγονταν στη γέφυρα, ύστερα σούρνονταν ως το νοσοκομείο κι από κει ροβολούσαν στις πλαγιές, καθώς καταδίωκαν τη βρώμικη κρεατόμυγα με την άσπρη κοιλιά.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου