Χάρις στον ελιγμό του γέρου

....

Ο πατέρας της τα ’πινε στο Καστρί. Ο παπάς. Είχε περιπέσει σ’ αυτή την απάθεια του μέθυσου. Και είχε παραμελήσει την οικογένεια. Αλλά η θεια μου τα είχε κουβεντιάσει με τον γέρο και του είχε αναθέσει τις υποθέσεις τους. Του είχε δώσει εν λευκώ την εντολή. Αυτά γίνονται το ’25, ίσως το ’26. Μόλις κατορθώνω να τα θυμάμαι. Ήρθε τότε ο Στυλιανός από το Σικάγο. Ο Στυλιανός Καλαμάρης. Καρατουλιάνος κι αυτός. Δύσκολες εποχές. Ο κόσμος δοκιμαζότανε. Σιτοδείες, μεγάλες φαμελιές, πολλά στόματα. Οι άνθρωποι δεν κατόρθωναν να έχουν επάρκεια ούτε στο ψωμί ούτε στο λάδι. Ούτε στο κρασί. Όποιος ήταν στην Αμερική, εθεωρείτο ότι ήταν στη γη της επαγγελίας. Ξαγνάνταγε κανένας από κείθε πέρα και όλοι τον θέλαν για γαμπρό. Ήρθε ο Στυλιανός λοιπόν. Ο ένας να τον πλευρίζει, ο άλλος να τον κερνάει. Ήταν κοντόχοντρος – ή μάλλον δεν ήταν τόσο κοντός. Αλλά έμοιαζε γιατί ήταν παχύς. Κοιλιά μεγάλη, λαιμό δεν είχε καθόλου, το κεφάλι κολλημένο στους ώμους. Τον περιέλαβε και ο γέρος, διπλωματικά. Έχω κι εγώ μια κοπέλα, του λέει. Από καλή οικογένεια. Είναι ανιψιά μου. Ωραία, ηθική, νοικοκυρά. Αλλά αμφιβάλλω αν σε θέλει. Είχε τη σκοπιμότητά του αυτό τώρα. Αυτή η προεξαγγελτική παράθεση. Για να τον απελπίσει ως υποψήφιο μνηστήρα. Από δω από κει, τον κατάφερε στο τέλος. Κανόνισαν να ερθεί στο σπίτι, να ιδωθούνε. Ειδοποιήθη καταλλήλως και η ανιψιά. Δεύτερη ανιψιά του γέρου. Ήρθε στο σπίτι, άνοιξαν κάποια ντρούπλα πανί. Ντρούπλες λέγανε τα ρολά που υφαίνανε στον αργαλειό. Την άνοιξαν να κόψει πουκάμισα της μάνας μου. Αυτό ήταν το πρόσχημα. Φάνηκε και ο γαμπρός σε λίγο. Μπήκε στο σπίτι, χαίρετε – χαίρετε. Ασυνήθιστη ώρα, ο γέρος εκεί. Ήταν στημένη η δουλειά. Να σου συστήσουμε την ανιψιά μας. Η ανιψιά σκυμμένη πάνω σ’ ένα σεντούκι λείο, πλανισμένο, για να μετράει το πανί. Δεν ήξερε τίποτα. Αυτή τώρα θα πρέπει να είναι ογδοντάρα, παραπάνω. Η Ειρήνη. Ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι. Ο Στυλιανός δεν ζει. Γεμάτη, βαριά. Και ασπρισμένη. Αλλά ήταν ωραία κοπέλα. Πάντως ήταν λεπτή, ήταν σβέλτη. Να σου συστήσουμε λοιπόν την ανιψιά μας. Δεν χάνει εκείνος καιρό. Ξέρεις, ο μπάρμπας σου και η θεια σου κάτι λένε εδώ. Το ’χεις υπ’ όψη σου; Τόσο ντροπιάστηκε η Ειρήνη. Πήγε στο ψητό ο άνθρωπος. Ιν μέντιας ρες. Κατευθείαν στο ψητό. Τόσο ντροπιάστηκε η Ειρήνη που απαρατάει το ψαλίδι και τη μεζούρα, αν είχε μεζούρα. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχε μεζούρα ή αν έκοβε πραχτικά, με στάμπα. Και βρήκε προσφορότερο μέρος να φύγει τον καταρράχτη. Σήκωσε την γκλαβανή, χάθηκε. Πήγε ο Στυλιανός κοντά έσκυψε από πάνω. Η γκλαβανή ανοιχτή. Δεν μου απάντησες, της λέει. Εκείνη εκοντοστάθη στο τρίτο, στο τέταρτο σκαλί. Τότε συνειδητοποίησε ότι της κάναν προξενιό. Ό,τι πει ο μπάρμπας μου και η θεια μου και ο πατέρας μου, είπε. Τελευταίο τον πατέρα. Είμαι σύμφωνη. Ενθουσιάστηκε αυτός, θεώρησε ότι η απάντησή της είναι, και ήταν πράγματι, αποδοχή της προτάσεως. Βγήκε στο μπαλκόνι – οι μπιστολιές φαίνονται ακόμα. Είχε μπιστόλι πάνω του, το τράβηξε έριξε μια δυο τρεις τέσσερις φορές στον αέρα. Να διατρανώσει – να διασαλπιστεί με τη βουή ότι συμπεθεριό γίνεται. Είχε έναν τσίγκο το μπαλκόνι για στέγαστρο, τον τρύπησε. Ο κερατάς, έλεγε ο γέρος, μου τρύπησε τον τσίγκο και θα στάζει. Έτσι έκλεισε το συμπεθεριό. Στεφανωθήκανε, φύγανε στην Αμερική φτιάξαν οικογένεια. Και έζησαν καλά μισόν αιώνα σχεδόν. Έκαναν τέσσερα παιδιά. Χάρις στον ελιγμό του γέρου. Στην εύστροφη πολιτική του. Ο οποίος του είπε έχω μίαν άριστην κοπέλα, δεν έχει βέβαια προίκα, αν επιμένεις θα σου δώσουμε κάτι. Αλλά δεν ξέρω αν σε θέλει. Που είσαι χοντρός και τα λοιπά. Τον τσάκισε τον άνθρωπο. Του έσπασε το ηθικό. Ούτε του είχε πει, όταν κανόνισαν να πάει σπίτι, ποιο είναι το πρόσωπο. Του είπε το πρόσωπο θα είναι στο σπίτι, αλλά ποιο είναι, δεν του είπε. Έτσι ώστε να διεγερθεί η περιέργειά του. Όπως και έγινε.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου