Το χωράφι του Μέμου

.....

Είπανε ότι τους φέρνανε από την Ορθοκωστά. Δεν ξέρω. Ή μάλλον δεν ξέρω πού τους πηγαίνανε. Πολλοί, πάρα πολλοί κρατούμενοι. Δηλαδή λέγοντας έτσι, ίσως και εκατόν πενήντα, ίσως και διακόσιοι. Ίσως και παραπάνω. Τους πέρασαν από τη Γαλτενά. Είχαν μαζί και τον κουνιάδο μου το Γιώργη Αργυρίου. Οι Μακρίτσες μου λένε ότι είχαν και τον Νικόλα τους. Γιατί ο Νικόλας – είχαν τότε λιοτριβειό και έπαιρναν αυτοί έναν φόρο, όπως η δεκάτη. Οι αντάρτες. Και τάχα έκρυψαν οι Μακραίοι πέντε δέκα οκάδες λάδι και τους τράβαγαν για αυτό. Αυτούς και τους Κουτσογιανναίους. Γιατί δεν υπάκουσαν στις εντολές του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Εμάς μας τα πήραν όλα. Και τα γίδια και τα μουλάρια. Τίποτα δεν μας άφησαν. Το στρατόπεδο δεν ξέρω πούθε το φέρνανε. Αλλά πέρασε από τη Γαλτενά, πέρασε από τον Αγιώργη. Κοντά ήταν ο καπετάν Κλέαρχος. Λέει του Μακρηνικόλα, εγώ δεν θέλω να σκοτώσω το στρατόπεδο αλλά αν μας ζορίσουν οι Γερμανοί θα το κάνω. Έτσι του είπε. Εσύ φύγε και πήγαιν στου Ζουμπά τις καλύβες. Είναι του Ζουμπά οι καλύβες κάπου στα Μεσορραχιώτικα. Στη Μάσκλινα πιο κάτω. Έτσι τη λένε την περιφέρεια, Μεσορραχιώτικα. Εκεί θα πήγαινε ο Νικόλας. Και έφυγε και πήγε και πράγματι γλίτωσε. Αλλά και οι άλλοι γλιτώσανε. Γιατί το έφερναν το στρατόπεδο από τον Αγιώργη προς Κουμπίλα και προς Ελαιοχώρι και άρχισαν να πλακώνουν πολλοί Γερμανοί. Μπουλούκι οι Γερμανοί. Τότε σκότωσαν τον Μέμο. Τον Κωστάκη Μέμο, πρόεδρο των Μύλων. Τον είχαν στο μουλάρι, δεν μπορούσε να περπατήσει. Τι θα τον κάνουμε τούτον; είπαν μεταξύ τους οι δύο που τον πήγαιναν. Και είπε ο ένας προς τον άλλον: ό,τι είπε ο ανώτερος. Ο στρατοπεδάρχης. Δηλαδή ο καπετάν Κλέαρχος. Μπαμ, ρίξανε μια ντουφεκιά. Για να μην τους καθυστερεί στον δρόμο. Γύρισε εκείνη η γυναίκα που τράβαγε το μουλάρι. Την είχαν επιτάξει. Η Ντίνα, του Μήτσου του Φωτόπουλου η γυναίκα. Γυρίζει βλέπει κάτω τον Μέμο και το σαμάρι γεμάτο αίματα. Αν δεν ζει πια, θα τα ξέρουν τα παιδιά της αυτά. Θα τα ξέρουν ο Δημήτρης και ο Γιάννης της, θα τους τα ’χει πει. Εμένα μου τα μολόγησε η ίδια. Η ίδια, που γύρισε και είδε τα αίματα και τη λαχτάρα που πέρασε. Την είχαν πάρει από το χωριό της να μεταφέρει τον κρατούμενο. Τον Κωστάκη τον Μέμο. Και μεις λέμε τώρα το μέρος εκείνο «το χωράφι του Μέμου». Εν πάση περιπτώσει. Τους άλλους τους προχώρησαν, τους πήγαν σε μια χαράδρα. Ανάμεσα Αγιασοφιά-Ελαιοχώρι. Τώρα περνάει από κει ο δρόμος των Δολιανών. Μια μεγάλη χαράδρα και από πάνω, από τα διάφορα σημεία υψώνονταν βράχια.Ήταν κρυμμένο το στρατόπεδο εκεί και είχαν εντολή να το εκτελέσουν, άμα δουν Γερμανούς. Αλλά είδαν τους Γερμανούς και δεν πρόλαβαν, λάκισαν όλοι. Και γλίτωσαν οι άνθρωποι.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου