Έμεινε σκοτεινή η ιστορία

........

Εγώ βρισκόμουν πάλι στον στρατό. Υπολοχαγός αυτή τη φορά και κυνηγούσα τον Άρη. Ήμουνα στα Τρίκαλα, στο Πρώτο Τάγμα Εθνοφυλακής Τρικάλων. Ο Βελουχιώτης είχε πέσει ήδη στη δυσμένεια του Κουκουέ. Είχε διαφωνήσει με την Κεντρική Επιτροπή και τον είχαν αποκηρύξει. Είχε διαφωνήσει για τη Βάρκιζα και τα λοιπά. Ζητούσε λοιπόν ένα χαρτί για να μπορέσει να φύγει στη Γιουγκοσλαβία. Και περιήρχετο εν αναμονή. Είχαμε μια διμοιρία στην Καλαμπάκα, πάνω στην Κουρτσούφιανη. Μας ειδοποιεί ο διμοιρίτης ότι ο Άρης με καμιά σαρανταριά ακολουθία ανήλθε στον Κόζιακα. Ο Κόζιακας είναι δίπλα στα Τρίκαλα. Στην Πύλη είχαμε άλλη μια διμοιρία. Η Πύλη, στις βάσεις του Κόζιακα. Δίπλα της περνάει ο Πορταϊκός ποταμός. Είναι καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα από τα Τρίκαλα. Είχαμε μια διμοιρία εκεί πέρα με έναν ανθυπολοχαγό. Οι κάτοικοι της Πύλης και του Μουζακίου, οπλισμένοι όλοι. Είχαν πάρει όπλα, από αυτά που βρίσκονταν εύκολα τότε. Είχαν κάνει ομάδες για αυτοπροστασία – και για να ανταποδώσουνε τα ίσα στους Ελασίτες. Τα δανεικά. Μας στέλνει λοιπόν ο ανθυπολοχαγός που ήταν στην Πύλη ένα μήνυμα. Έφεδρος ανθυπολοχαγός Νικολάου. Έμαθε ότι ο Άρης εθεάθη στην Τύρνα, χωριό στις κλιτείς του Κόζιακα. Στο Τάγμα το μήνυμα: Ξεκινάω με τη διμοιρία μου προς καταδίωξη Βελουχιώτη. Αποστείλατε ενισχύσεις και τρόφιμα. Να πάει για τον Άρη. Να πάει. Οι μισοί από τους εθνοφύλακες που είχαμε τότε ήσαν αριστεροί. Μισοί μισοί ήσαν. Το δέκα τοις εκατό τουλάχιστον. Κατετάσσοντο αυτοί προγραμματικά, για να έχουνε όπλα. Εν πάση περιπτώσει. Του παραγγέλνει ο διοικητής να γυρίσει πίσω. Αλλά εκείνος είχε ξεκινήσει και προωθείτο στο εσωτερικό των Αγράφων. Στα οποία δεν είχε πατήσει κράτος ποτέ. Νόμος. Από την εποχή του Κατσαντώνη. Να γυρίσει πίσω στη βάση του γιατί φοβήθηκαν όλοι ότι θα τους πετσοκόψει ο Άρης. Έστειλε έναν αξιωματικό, έφτασε στην Πύλη, δεν τον πρόλαβε, δίστασε να συνεχίσει. Και γύρισε πίσω. Έστειλε δεύτερον, τα ίδια. Οπότε τα μεσάνυχτα έρχονται και ξυπνάνε εμένα. Σήκω, σε ζητάει ο διοικητής. Πάω στο διοικητήριο. Κύριε ανθυπολοχαγέ, θα σου αναθέσω μια αποστολή. Τι συμβαίνει; Αυτό και αυτό. Ο Νικολάου. Και πρέπει να γυρίσει πίσω αμέσως. Κύριε διοικητά. Δεν έχει κύριε διοικητά. Θα σου δώσω έναν λοχία που ξέρει τα μέρη. Εντάξει, λέω. Αλλά θεωρώ το αποτέλεσμα του εγχειρήματος επισφαλές. Μου έδωσαν λοιπόν ένα τζιπ και πήγα στην Πύλη. Από ένα τόμιγκαν ο καθένας μας, με τον λοχία. Πήγαμε στην Πύλη. Αστακός η Πύλη. Είχανε μάθει ότι ο Άρης τριγύριζε στα πέριξ. Και είχανε διπλοσκοπιές και περίπολα. Οι ντόπιοι, οι πολίτες. Οπλισμένοι. Μπήκαμε μέσα, λέω, θέλω να βρω τον Δερβέναγα. Ο Δερβέναγας επικεφαλής των ομάδων. Μετέπειτα βουλευτής. Από την Πύλη ο ίδιος. Κοιμάται, μου λένε, να μην τον ξυπνήσουμε. Η Πύλη καμένη από τους Γερμανούς. Σε κάτι παράγκες έμεναν όλοι εκεί. Τον ξυπνήσανε τον Δερβέναγα, λέει, τι συμβαίνει, υπολοχαγέ μου. Λέω, πρέπει να βρω τον Νικολάου. Ήξερε αυτός ότι το πρωί είχε φύγει ο Νικολάου. Μου λέει, πώς θα περάσεις. Οι δικοί μου σας αφήσανε, μπήκατε. Αλλά έξω είναι και οι Μουζακίτες. Από το Μουζάκι, δίπλα, της Καρδίτσας. Αυτοί θα σας εμποδίσουν. Λέω, αφού μπήκα θα βγω. Εντάξει, λέει αυτός. Θέλεις να πας, να πας. Δεν μου είπε τίποτα για την κατάσταση. Ότι ο Άρης βρισκόταν εκεί γύρω. Αυτά δεν τα ήξερα ακόμα. Πήρα λοιπόν τον λοχία και προχωρήσαμε. Οι δυο μας. Χωρίς αυτοκίνητο πια. Βγήκαμε από την Πύλη. Μπήκαμε σ’ ένα ρέμα. Περιοχή Κόζιακα. Περιοχή δασωμένη. Το ποτάμι και ο δρόμος από κάτω. Μουλαρόδρομος. Προχωρήσαμε. Μας οδηγούσε η ανταύγεια του σεληνόφωτος. Εγώ έτρεφα την ελπίδα ότι αυτός ο ηλίθιος ο Νικολάουθα έβλεπε ότι δεν του στάλθηκε ενίσχυση και θα γύριζε πίσω. Προχωρήσαμε πάντως. Λίγο πριν τα χαράματα έσκασε μια χειροβομβίδα στο βάθος. Ήταν ένα γεφύρι εκεί όπως μου είπαν μετά. Βγήκαμε από τον δρόμο και περιμέναμε. Αλλά ακολούθησε ησυχία. Οπότε συνεχίσαμε αναγκαστικά. Άρχισε να ξημερώνει και ο αέρας από μπροστά μάς έφερε σαματά βημάτων. Κρυφτήκαμε πάλι. Είπα ίσως να γυρίζει ο Νικολάου. Πραγματικά, ήταν αυτός. Τον είδα ερχόταν πρώτος. Πτοήθηκε από την παρουσία μας. Εμείς με τα τόμιγκαν στα χέρια. Του λέω, να σ’ την κοπανίσω, μασκαρά; Γυρίσαμε στην Πύλη το πρωί. Έκανε ένα κρύο ανυπόφορο. Είχαν βάλει καζάνια μεγάλα, είχαν κατεβεί οι φρουρές, είχαν μαζευτεί να πιούνε κανένα ζεστό και τα λοιπά. Έρχεται ο Δερβέναγας. Μου λέει, γύρισες; Γύρισα. Να ήξερες, μαύρε, πού πήγαινες. Ο Άρης ήταν εκεί κοντά πάντα. Στην Τύρνα απέναντι. Και τη χειροβομβίδα την είχε ρίξει κάποιος φαντάρος να ειδοποιήσει. Η Εθνοφυλακή ήταν γεμάτη αριστερούς. Το είπα αυτό. Στο μεταξύ αντικατεστάθη το Τάγμα μας. Ήταν ο Αβραμίδης, στρατηγός της ανωτέρας διοικήσεως, και του είχε παραπονεθεί αυτός ο Παγκούτσος. Παγκούτσος του Αγροτικού Κόμματος. Συνεργαζόταν με την αριστερά. Είχε κάνει μια οργάνωση, είχε κατεβάσει μερικούς χωριάτες, τους χωριάτες δεν τους άφηναν οι ομάδες του Σούρλα και οι άλλοι. Και παρεπονέθη αυτός. Έκανε τηλεγράφημα στον Ριζοσπάστη, ο Ριζοσπάστης το δημοσίευσε με σχόλια, αγρίεψε ο Αβραμίδης. Ήταν δημοκρατικός αξιωματικός. Πρωθυπουργός ο Πλαστήρας. Και διέταξε την αντικατάσταση του Τάγματός μας. Έπρεπε να κατεβούμε στη Λάρισα εμείς. Μετά πήγαν και τον έζωσαν τον Άρη τα διάφορα τμήματα. Τον εξετέλεσαν οι δικοί του ή αυτοκτόνησε, κανένας δεν ξέρει. Έμεινε σκοτεινή η ιστορία. Εκείνος πάντως περίμενε εναγωνίως να του δώσουν  μέσω νομαρχιακής – να του σταλεί το Ο.Κ. για να φύγει προς Γιουγκοσλαβία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου