Μια αρκούδα του Λιβάνου, ένα αρκουδάκι και οι άνθρωποι



Πέρα απ’ τον τόπο με τις οξιές, στην κορφή της χαράδρας που είναι το πιο απάτητο μέρος στα Κιμιντένια, η μεγάλη αρκούδα έχει κάνει ανάμεσα σε δυο βράχους τη φωλιά της. Την έστρωσε με πυκνόφυλλα κλαδιά, και μ’ άλλα κλαδιά έφραξε την μπούκα της. Σα γέννησε το μικρό της, στην αρχή του καλοκαιριού, πήγε και ξερίζωσε άγρια θάμνα κ’ έφραξε ακόμα πιο πολύ τη φωλιά της. Έτσι θαρρεί πως είναι ασφαλισμένη απ’ το μάτι τ’ ανθρώπου.
Το μικρό το αρκούδι τώρα πια μπορεί να καταλαβαίνει πολλά πράματα. Καταλαβαίνει πως το μέλι που του φέρνει η μάνα του, διαγουμίζοντας τις φωλιές των αγριομελισσών, είναι πιο καλό απ’ τα βαλανίδια και τα σκουλήκια. Καταλαβαίνει πως έξω απ’ τη φωλιά τους, όπου είναι κλεισμένο απ’ τον καιρό που γεννήθηκε, πρέπει να ’ναι ένας παράξενος κόσμος από όμορφα και φοβερά πράματα – από δέντρα, από ποτάμια, από σκυλιά και ανθρώπους. Όμως ποτές δεν τα είδε. Και κάθε μέρα τώρα που μεγάλωσε, παρακαλεί τη μεγάλη αρκούδα, τη μάνα του:
« Πάρε με μαζί σου. Πότε θα ρθω μαζί σου να τα δω;»
«Ακόμα λίγο», του λέει εκείνη. «Ακόμα λίγο να μεγαλώσεις».
Μονάχα σαν έρχουνται σεληνοφώτιστες νύχτες, η μεγάλη αρκούδα ξεθαρρεύεται και βγάζει το μικρό της στην μπούκα της φωλιάς τους. Κάθουνται τότε κει, τυλιγμένοι απ’ το πράσινο φως, στο ψήλος της μεγάλης χαράδρας, κ’ η αρκούδα λέει στο μικρό της την ιστορία των προγόνων τους.
Κατοικούσανε, λέει, τους παλιούς χρόνους στα βουνά του Λιβάνου. Ζούσανε ήσυχα εκεί, όταν τους μυρίστηκαν τα κοπάδια οι άνθρωποι κι άρχισαν να τις σκοτώνουν. Κάθε μέρα γινόταν θρήνος, κ’ η φυλή τους λιγόστευε. Με πικρή καρδιά τότες οι αρκούδες που μέναν είπαν πως «πια τα βουνά του Λιβάνου δεν είναι για μας, πρέπει να ξεπατριστούμε». Αυτό είπαν, αποχαιρέτησαν το γενέθλιο τόπο τους και πήραν το δρόμο για τα δυτικά. Ταξιδεύαν από νύχτα σε νύχτα κι ολοένα τραβούσαν κατά τα δυτικά. Όταν, κατάλαβαν απ’ τη μυρουδιά του αγέρα πως ο χειμώνας έρχεται. Στους καλούς χρόνους του Λιβάνου, σαν ερχόταν τούτο το μήνυμα του καιρού, ξαπλώναν μες στις σκοτεινές φωλιές τους και, ασφαλισμένες, πέφταν στο μακρύ χειμερινό τους ύπνο. Τώρα που ο χειμώνας τις έβρισκε μέσα στο δρόμο της προσφυγιάς, χωρίς φωλιά, παρακαλέσαν το άσπρο χιόνι.
«Προστάτεψέ μας εσύ», του είπαν. «Είμαστε έρημες και χωρίς φωλιά».
Το χιόνι επάκουσε τη δέησή τους, κ’ έπεσε πολύ εκείνη τη χρονιά και τις σκέπασε. Αποκοιμήθηκαν και ξύπνησαν σαν ήρθε η άνοιξη. Πάλι πήραν το δρόμο προς τα χαμηλά, ολοένα πιο μακριά απ’ τους ανθρώπους του Λιβάνου. Περάσαν τα βουνά του Καζ-Νταγ, όταν άξαφνα ένα πρωινό, φτάνοντας σε ψηλή κορφή, οι αρκούδες είδανε χαμηλά ν’ απλώνεται μπροστά τους ένα τείχος από νερό.
«Πώς θα το περάσουμε αυτό;»
Κατεβήκαν χαμηλά στη θάλασσα, σ’ έρημη ακρογιαλιά, θαμάξανε τα κύματα και πάλι είπαν:
«Πώς θα το περάσουμε αυτό;»
Άσπρα πουλιά πετούσαν από πάνω τους. Τα ρώτησαν. Κ’ οι γλάροι τους αποκριθήκαν:
«Όχι! Αυτό το νερό δε θα το περάσετε! Το ταξίδι σας τελείωσε πια!»
Γυρίσαν τότε οι αρκούδες του Λιβάνου στα φαράγγια του Καζ-Νταγ κ’ εκεί κάμανε τη δεύτερη πατρίδα τους. Λίγον καιρό περάσαν ήσυχα. Όταν, πάλι φάνηκε στο δρόμο τους ο άνθρωπος. Ήταν Τσερκέζοι και Γιουρούκηδες που σκοτώνανε τις μεγάλες αρκούδες για να παίρνουν τα μωρά τους, να τους βάζουν αλυσίδες στη μύτη και να τα μαθαίνουν να χορεύουν.
Θρήνος πάλι τότες πολύς έπεσε στη φυλή τους. άλλες αρκούδες λέγαν:
«Ελάτε να φύγουμε! Ας φύγουμε κι από δω! Ας πάρουμε πάλι το δρόμο της προσφυγιάς!»
«Όχι! Χίλιες φορές όχι!» λέγαν άλλες. «Πώς ν΄αφήσουμε πάλι τη νέα πατρίδα που κάμαμε; Δεν το μπορούμε πια! Ας γίνει ότι θέλει!»
Έτσι, πολλές αρκούδες μείνανε στα βουνά του Καζ-Νταγ και χάθηκαν απ’ το χέρι του ανθρώπου. Οι πιο λίγες, προπάντων όσες είχαν παιδιά μες στην κοιλιά τους, αυτές τραβήξαν κατά τ’ ανατολικά. Βρήκαν στο δρόμο τους τα Κιμιντένια. Κ’ έμειναν.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Αυτά διηγόταν η μεγάλη αρκούδα για την ιστορία της φυλής τους στο αρκουδάκι, τη σεληνοφώτιστη νύχτα, ψηλά στα Κιμιντένια. Άκουγε το μικρό με ξαφνιασμένα μάτια και προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του κόσμου.
«Τι γίνανε οι άλλες οι αρκούδες της φυλής μας που ήρθανε στα Κιμιντένια;» ρώτησε.
Περίλυπα κούνησε το κεφάλι της  μάνα του.
«Κι εδώ μας βρήκε ο άνθρωπος. Χαθήκαν όλες απ’ το χέρι του.»
«Κι ο πατέρας μου; Τι απόγινε ο πατέρας μου;»
Η μεγάλη αρκούδα θα ’θελε πολύ να μη βάζει σε λύπη από τόσο μικρό το παιδί της. Μα δε γινόταν. Έπρεπε από τώρα ν’ αρχίσει να μαθαίνει τον κόσμο και να ξέρει τη μοίρα του:
«Ήταν τον καιρό που τα χιόνια αρχίζουν να λιώνουν κ’ οι αγριομέλισσες αφήνουν τις φωλιές τους και γυρίζουν στα δέντρα να φάνε», είπε. «Πήγε να μας φέρει μια φωλιά με μέλι, γιατί ό,τι σε είχα γεννήσει κ’ ήμουνα ανήμπορη. Δεν ξαναγύρισε».
«Γιατί;»
«Ο άνθρωπος!» είπε η μάνα. «Θα συναπαντήθηκε με άνθρωπο!»
Τι φοβερό θεριό, λοιπόν, να ’ναι αυτό, «ο άνθρωπος», συλλογιζόταν το αρκουδάκι. Και να βρίσκεται παντού, να ’χει πλημμυρίσει τον κόσμο: απ’ το Λίβανο ίσαμε το Καζ-Νταγ και τα Κιμιντένια!
«Τι έχει μ’ εμάς ο άνθρωπος; Τι έχει με τη φυλή μας;»
«Του μοιάζουμε», είπε η μεγάλη αρκούδα. «Μπορούμε να σταθούμε στα δυο ποδάρια καταπώς στέκεται αυτός. Μπορούμε να χορέψουμε ολόρθες σαν αυτόν. Μπορούμε όπως αυτός να σηκώσουμε αλυσίδες. Του μοιάζουμε».
«Και μ’ αυτό τι;»
«Ο άνθρωπος αγαπά να χτυπά όσους του μοιάζουν», είπε πάλι η μεγάλη αρκούδα. «Αγαπά να σκοτώνει τον όμοιό του».
«Αχ!» στενάζει το αρκουδάκι, κ’ είναι ο πρώτος στεναγμός που βγαίνει απ’ το σόμα του στον κόσμο. «Τι καλά που θα ’ταν να μην ήταν ο άνθρωπος».
«Τι καλά που θα ’ταν», είπε η μεγάλη αρκούδα.


σελ 219-222


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου