Τα χέλια



Τα χέλια του Ποταμιού των Τσακαλιών καταλαβαίνουν πως ήρθε η ώρα για το μεγάλο ερωτικό τους ταξίδι. Γεννηθήκαν μακριά στο βυθό του Ωκεανού, κει που παν και γονιμοποιούν τα χέλια όλου του κόσμου. Σα γίνανε δυο χρονών άφησαν το λίκνο τους στο βυθό του Ωκεανού και πήραν το δρόμο των προγόνων τους. Περάσαν όλες τις θάλασσες κ’ ήρθανε μια χειμωνιάτικη νύχτα στο Ποτάμι των Τσακαλιών. Είχε φεγγάρι πάνω στα Κιμιντένια. Ήταν ησυχία. Μοναχά πού και πού τα τσακάλια ούρλιαζαν στο ρουμάνι. Όμως τα χέλια ήταν ασφαλισμένα μες στο νερό και δε φοβήθηκαν. Μείνανε θαμπωμένα απ’ την αυστηρή ηρεμία της Αιολικής γης, απ’ το έρημο φεγγάρι. «Τι όμορφος που είναι ο τόπος των μητέρων μας» είπαν. «Τι όμορφη που είναι η πατρίδα μας».
Μείνανε εκεί και ζήσανε μέρες χαρούμενες χρόνους εξ. Όταν, πάλι, ήρθε μια νύχτα. Το φεγγάρι έλαμπε πάλι ψηλά, τα τσακάλια πάλι ούρλιαζαν, κ’ ένα κορίτσι που το λέγαν Άρτεμη, παιδί των βουνών του τόπου, ζούσε την πρώτη ιστορία της καρδιάς του, την πρώτη με αίμα, στη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Μυστική, από πολύ βαθιά μέσα τους, ήρθε στα χέλια του Ποταμιού των Τσακαλιών η φωνή. Παράξενη φωνή που τους έλεγε να φύγουν, να κατεβούν χαμηλά το ποτάμι και να βγουν στη θάλασσα. Ξυπνήσαν όλα τα χέλια, άκουσαν την προσταγή της φωνής, κατεβήκαν χαμηλά το ποτάμι και βρήκαν τη θάλασσα. Αλλόκοτο σούσουρο βρήκαν τότε κει, στις ακρογιαλιές του Αιγαίου. Κοίταξαν καλά μες στο νερό και ξαφνιασμένα είδαν. Όλα τα χέλια των ποταμιών της Ανατολής είχαν μαζευτεί εκεί.
«Πώς εδώ, σύντροφοί μας;»
Τους αποκρίθηκαν:
«Η φωνή μίλησε μέσα μας. Πάμε για το μακρινό ταξίδι».
«Α! Κ’ εσείς; Κ’ εμείς για το ίδιο ταξίδι πάμε. Μας μίλησε η φωνή».
Κι ολοένα κουβέντιαζαν τα χέλια των ποταμών και κάναν γνωριμίες το ένα με τ’ άλλο. Ένα μονάχα χέλι, ντυμένο με παράξενο ασημένιο δέρμα, δε σάλευε απ’ τον τόπο του. Δεν ήθελε γνωριμίες, δεν ήθελε φλυαρίες, γιατί ήθελε να μείνει μονάχο με τη χαρά που το πλημμύριζε. Το είδε, έτσι μόνο, ένα άλλο χέλι με γυαλιστερό δέρμα, που είχε κι αυτό αρχίσει να παίρνει χρώμα ασημένιο, και νόμισε πως είναι περίλυπο.
«Τι έχεις», του λέει, «κ’ είσαι έτσι μονάχο; Έχεις κανένα μυστικό που σε βασανίζει;»
«Από πού έρχεσαι εσύ;» ρωτά το μοναχικό χέλι.
«Έρχουμαι απ’ το Μαίανδρο. Έτσι το λένε το μεγάλο ποτάμι όπου έζησα».
«Έλα κοντά μου», λέει τότε το άλλο χέλι, «εσύ που έρχεσαι από μεγάλο ποτάμι. Ακούμπησε πάνω μου. Ακούς;..»
Το χέλι απ’ το Μαίανδρο κολλά στο χέλι του Ποταμιού των Τσακαλιών κι ακούει.
«Τι είν’ αυτό που φωνάζει μέσα σου;» λέει ξαφνιασμένο.
«Είναι η φωνή του βουνού μας», απαντά το φιλέρημο χέλι με το ασημένιο χρώμα. «Την κατέβασε σήμερα το ποτάμι, μια σταγόνα, απ’ τη σπηλιά των αγριογουρουνιών. Και την πήρα μέσα μου. Τώρα θα ταξιδέψει μαζί μου. Τώρα θα ’χω μαζί μου τη φωνή του τόπου μου. Έλα μ’ εμένα».
Έτσι έγινε και τα δυο χέλια πορεύτηκαν κοντά-κοντά, μαζί με το κοπάδι τους, και φτάξανε στο βάθος του μακρινού Ωκεανού. Πολλούς συντρόφους χάσανε στο δρόμο σε μάχες που κάμανε με άλλα ψάρια. Όμως οι δυο σύντροφοι δεν πάθανε τίποτα, γιατί ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Σαν κατέβηκαν στο τόπο που θα γονιμοποιούσαν, στο βυθό, διάλεξαν ένα μέρος στη ρίζα του κοραλλιού και κάμαν τη φωλιά τους. Τ’ άλλα τα χέλια του κοπαδιού άρχισαν τότε ν’ αλλάζουν το πετσί τους και να ντύνονται με αργυρό πετσί – τη γαμήλια φορεσιά τους. Μα οι δυο σύντροφοι του κοραλλιού δεν είχαν ανάγκη να περιμένουν. Γιατί αυτοί ήταν έτοιμοι απ’ την αρχή του ταξιδιού. Ερωτευτήκανε γλυκά και σαν κουράστηκαν μείνανε ήσυχα, περιμένοντας πια τα παιδιά που θα ’ρχονταν. Το αρσενικό χέλι ακουμπούσε πότε-πότε στο σώμα της γυναίκας του, κι όταν άκουγε χτύπους:
«Ήρθαν;» ρωτούσε με ανυπομονησία. «Είναι τα παιδιά μας;»
«Όχι», του έλεγε εκείνη. «Όχι, ακόμα. Αυτό είναι εκείνος ο χτύπος. Είναι η φωνή του τόπου μας».
Μα σαν ήρθαν μέσα της τα παιδιά, οι χτύποι μπερδεύτηκαν. Και τότε πια μήτε αυτή δεν ήξερε να τους ξεχωρίσει.
σελ 215-217


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου