Ο Κοσμάς Λίβας, ζευγάς από τα μέρη του Πόντου, κατασταλαγμένος από πολλά χρόνια στα Κιμιντένια, είχε πολλά να λέει για φαντάσματα. Στις βροχερές μέρες ή αργά τη νύχτα, πριν πλαγιάσει, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα κάτω απ’ το φως του λυχναριού διηγόταν την ιστορία του με τον Αράπη. Την έλεγε σε κάθε ευκαιρία που παρουσιαζόταν, απαράλλαχτη, στερεότυπη. Του είχε γίνει ανάγκη να τη ζει κάθε τόσο, να ζει τη μνήμη της, για να ’χει δικαίωση η ζωή του, να ’χει δικαίωση που χάλασε τη ζωή του. Τον πρωτοείδε τον Αράπη, μικρός σαν ήταν, κάτω από ένα δέντρο. Ήταν ένας λαφιάτης που, μόλις αντίκρισε το παιδί, σύρθηκε γρήγορα στον κορμό του δέντρου κ’ ύστερα κρεμάστηκε από ένα κλωνί. Το παιδάκι, φοβισμένο, στάθηκε εκεί άλαλο και δεν έβρισκε το κουράγιο να κάμει μήτε ένα βήμα, μήτε να ξεκολλήσει τα μάτια του απ’ τη ζωντανή γραμμή που σάλευε στον αγέρα. Τα κρατούσε καρφωμένα εκεί, στο κεφάλι του φιδιού, στα μάτια του φιδιού. Τότες ο ουρανός έπιασε να σκοτεινιάζει, να σβήνει ο ήλιος και, μες στο σύθαμπο που έγινε, έγινε το θάμα: το ψιλό σώμα του φιδιού άρχισε να στηλώνεται και να φουσκώνει, να γίνεται ολοένα πιο χοντρό, πιο χοντρό, σαν κορμός δέντρου. Κι απ’ τον κορμό σιγά-σιγά άρχισε να πλάθεται νέα φόρμα ανθρώπινη, να βγαίνουν σαν από λαστιχένια ύλη δυο μπράτσα πρώτα, ύστερα να γίνουνται τα πόδια, το κεφάλι. Ήταν ένα φοβερό μαύρο κεφάλι, ένα μούτρο Αράπη που τα μάτια του σπίθιζαν, ενώ με σφαληχτό το στόμα, κρεμασμένος απ’ το δέντρο, κοίταζε εκστατικά το παιδί.
Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το φάντασμα έμπαινε στη ζωή του Κοσμά Λίβα. Από τότες τον ακολούθησε ίσαμε που έγινε παλικάρι. Έβγαινε μπροστά του, σε απίθανες ώρες, προπάντων σε ώρες που η καρδιά του ήταν χαρούμενη, και του πάγωνε το αίμα. Τουλάχιστο να μιλούσε, να του ’λεγε τίποτα! Όμως όχι, τίποτα δεν έλεγε. Ο Αράπης στεκόταν βαρύς, κι όταν με τα μάτια του αιχμαλώτιζε τον άνθρωπο και καταλάβαινε πως τον εξουσίαζε σήκωνε το χέρι και το κουνούσε κατά τα δυτικά. Ο Κοσμάς Λίβας πάσχιζε πολύ να δώσει εξήγηση σ’ αυτή τη στερεότυπη κίνηση, όταν στο τέλος πίστεψε πως το βρήκε: το φάντασμα του ’δειχνε να φύγει, να φύγει κατά τα δυτικά! Η σκέψη αυτή μπήκε στο μυαλό του, κινήθηκε με άνεση, άπλωσε στις ίνες του κορμιού του και πότισε το αίμα του. Έτσι, κάθε άλλη ενεργητική δύναμη χάθηκε μέσα του, σε τίποτα πια να δουλέψει και να προκόψει δεν μπορούσε, τον είχε πλημμυρίσει ο πανικός της φυγής. Ώσπου, μη μπορώντας να βαστάξει άλλο, έφυγε απ’ το χωριό του, τράβηξε κατά τα δυτικά. Στο ταξίδι του κάθε νύχτα ο Αράπης έβγαινε μπροστά του. Πάντα με την ίδια αμετάβλητη κίνηση του χεριού του: «Κατά τα δυτικά! Κατά τα δυτικά!» Και κάθε πρωί, υπάκουος, ο Κοσμάς Λίβας έμπαινε στο δρόμο, ολοένα για δυτικά, περισσότερο για τα δυτικά. Μονάχα σαν έφταξε στα σύνορα της πατρίδας του, του μακρινού Πόντου, μονάχα τότε, τη βραδιά που ξεπέρασε τα σύνορα, το φάντασμα δεν ήρθε. Μήτε την άλλη, μήτε την άλλη· καμιά νύχτα πια. Ο Κοσμάς Λίβας κατάλαβε τότε πως αυτή είναι η μοίρα του, να μην τον θέλει η γη του τόπου του. Και υποτάχτηκε. Κοίταξε για τελευταία φορά τα δέντρα που χάνονταν στο βάθος της γης των προγόνων του, τα σύννεφα που ταξιδεύαν κατά κει, κατά τ’ ανατολικά, χαμήλωσε τα μάτια και πήρε οριστικά το δρόμο της ξενιτιάς, για να μείνει σ’ όλη τη ζωή του ανεπρόκοπος, χωρίς δική του γη.
σελ 114-116
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου