Αναθυμόμουν τις δικές μας μεγαλοσκόλες



Έφτασε το Μπαϊράμι κι εγώ έτρεμα που δεν ήξερα πώς μπαίνουν στο τζαμί. Τ’ απέξω τα είχα μάθει, μα τα μέσα που γινόταν στο τζαμί δεν τα ήξερα.
Αποβραδίς μου λέει το αφεντικό μου:
― Ν’ αρμέξεις πολύ πρωί και να ’ρθεις να προφτάσεις το τζαμί σου.
― Ναι, του είπα πρόθυμα.
Άμα έφυγε, άφησα τον μικρότερο παραγιό να το σκάσει για το χωριό του. Ύστερα απ’ αυτόν έφυγε κι ο Χασάν, ο βοσκός, κι έμεινα μοναχός.
Το πρωί, να κι έρχεται ο αφεντικός μου, καβάλα στ’ άλογό του.
― Πού είναι οι άλλοι; με ρώτησε.
Εγώ του είπα, κάνοντας τον στεναχωρημένο:
― Κρίμας που δεν μπόρεσα να προσκυνήσω. Έχασα τη σαρακοστή μου.
― Δεν πειράζει, μου λέει, αφού ήρθε έτσι. Και μ’ αγκάλιασε. Τον έσφιξα κι εγώ απάνω μου.
― Μπαϊράμ μουμπαρέκ  ολά.
― Αλλάχ ερέζ ολά. Ευχηθήκαμε.
Σαν τραβηχτήκαμε, μου ξανάπε πάλι:
― Πολύ στεναχωρήθηκα, έπρεπε να ’ρθεις.
― Δεν πειράζει, αφεντικό, του απάντησα, αυτά είναι παιδιά, ας γλεντήσουν.
― Όχι, μου λέει, πρώτα ο μεγαλύτερος· ας είναι, άμα θα ’χουμε Κουρμπάν Μπαϊράμ.
Χαιρετιστήκαμε κι έφυγε.
Κοντά μεσημέρι ήρθε ο μικρός, Ριζά τον λέγανε. Μετά από ώρα ήρθε κι ο Χασάν, ο βοσκός.
Σαν τα είπαμε, αφήσαμε το Ριζά στο κοπάδι και κατεβήκαμε στα Θείρα για σεριάνι. Παντού ήταν όμορφα στολισμένα. Στο φρουραρχείο μπροστά ο αέρας κυμάτιζε τις σημαίες. Στα καφενεία αράδα τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Το βουητό τους μ’ ανατρίχιαζε· αναθυμόμουν τις δικές μας μεγαλοσκόλες και τα μάτια μου βούρκωσαν. Η χαρά τους με τη λύπη μου ανακατώθηκαν μέσα μου. Έχασα το κουράγιο μου.
― Πάμε να φύγουμε, είπα του Χασάν.
Εκείνος με τράβηξε μες στο καφενείο να πάρουμε ένα λουκούμι. Μέσα κι έξω χόρευαν οι τσέτες οπλισμένοι· τα όπλα τους, τα μαχαίρια τους, θαρρούσα πως πετούσαν στον αέρα.
―Έλα, μου λέει ο Χασάν, προχώρα να πάρουμε σειρά.
Ο καφετζής καθόταν καβάλα σε μια καρέκλα και φώναζε στον καθένα με τη σειρά του.
― Εσύ, με ρώτησε, θα χορέψεις; Πέρνα.
― Όχι, δεν ξέρω, του λέω. Είμαι Μακεδόνας.
― Σα δεν ξέρεις, μην έρχεσαι. Αφού ήρθες, θα χορέψεις. Και με τράβηξε.
Ο Χασάν ήρθε ξοπίσω μου και πιάσαμε το χορό.
― Είδες το μουατζίρ, πώς χορεύει; λέγανε γύρω μας.
Στο χορό απάνω, πρόσεξα το περίπολο που μας κοίταζε. Τρόμαξα.
― Πάμε, λέω του Χασάν. Είναι μοναχός ο μικρός, μ’ έναν κάμπο πρόβατα.
― Όχι, μου λέει, θα μείνουμε ως το πρωί.
Εγώ τον άφησα κι έφυγα για το μαντρί. Ο αφεντικός μου ήταν εκεί. Ξαφνιάστηκε που με είδε.
― Γιατί γύρισες; μου είπε.
Και με ξανάστελνε πίσω με το ζόρι.
― Κουράστηκα, αφεντικό, του είπα, αύριο πάλι.
Την άλλη μέρα άρμεξα πρωί, όπως πάντα, τα πρόβατα και σαν τα έβγαλα στη λάκκα με τον παραγιό, γύρισα στο μαντρί να ντυθώ. Πλύθηκα, καλοστολίστηκα και τράβηξα στην πολιτεία.
Όπως περνούσα από το χάνι, βλέπω μπροστά μου τον Σαλή εφέντη τον εισπράκτορα.
Μας ήξερε στο χωριό, γιατί κι εμείς είχαμε πρόβατα, και πολλές φορές έμεινε στο σπίτι μας.
― Το σκυλί, είπα μέσα μου και το ’στριψα.
Εκείνη τη μέρα γύριζα στους δρόμους. Δεν έβρισκα ησυχία όπου κι αν πήγαινα. Θαρρούσα πως πίσω μου ερχόταν ο Σαλή εφέντης.
Ο ήλιος είχε βασιλέψει κι εγώ δεν είχα το θάρρος να γυρίσω. Μια στιγμή τίναξα τα καινούρια μου ρούχα, έβγαλα, έβαλα το φέσι μου και τράβηξα ολόισα στο μαντρί.
Τα πρόβατα έβοσκαν γύρω. Ο Χασάν με ζύγωσε. Δεν του μίλησα. Ξάλλαξα, έβαλα τα παλιά μου ρούχα και ησύχασα.
σελ. 47-49

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου