Τέλος φτάσαμε έξω απ’ το χωριό μας. Μπήκαμε στο δάσος, κι από κει το βλέπαμε στην κορφή, όπως το ξέραμε. Καμιά πενηνταριά φώτα έκαιγαν. Τα σκυλιά αλυχτούσαν. Ήταν όπως τότες, που ήμασταν εκεί. Κλάψαμε. Μου φάνηκε πως γλιτώσαμε από φυγόστρατοι και γυρίζαμε στα σπίτια μας να ησυχάσουμε.
― Πάμε, μου λέει ο σύντροφός μου, ίσως ακόμα να ’ναι οι δικοί μας, πάμε να δούμε για να πιστέψουμε. Και ξεκινήσαμε χωριστά, αφού πρώτα ορίσαμε την άλλη μέρα ν’ ανταμώσουμε στη σπηλιά. Αυτός τράβηξε σε άλλο μαχαλά, εγώ σε άλλον. Όπου κι αν πήγαμε όλα ρημαγμένα. Τα σπίτια ανοιχτά, άδεια, οι πόρτες σπασμένες με τα τσεκούρια. Μονάχα στην αγορά έμεναν ακόμα λίγοι Τούρκοι και στην αστυνομία ο σκοπός. Στο σκολειό, που το ’χαν γεμάτο έπιπλα και ρούχα, από μέσα ακουγόταν κουβέντα.
Αποτραβήχτηκα και γύριζα όλη τη νύχτα, με το φόβο μου συντροφιά.
Το πρωί π’ ανταμώσαμε, μας πήραν τα κλάματα. Εμείς λογαριάζαμε πως κάτι θα βρίσκαμε στο χωριό, αφημένο απ’ τους δικούς μας. Μα δε βρήκαμε τίποτα και στην απελπισιά μας, ριχτήκαμε στους συκομπαξέδες.
Ύστερα από μια βροχή τα σύκα χάλασαν, μα είχαν αρχίσει να ωριμάζουν τα κάστανα κι οι ελιές. Μαζέψαμε όσο καρπό μπορούσαμε και τον βάλαμε στην σπηλιά μας.
Μια μέρα που καθόμαστε απέξω και βλέπαμε αντικρυστά μας ένα μύλο.
― Σύντροφε, του λέω, όσο κι αν τρώγω, μου ’ρχεται λιγούρα. Δεν πάμε να στήσουμε πόστο, κι άμα φύγει ο μυλωνάς να τον πατήσουμε;
― Και δεν πάμε, μου λέει. Και πήγαμε.
Οι πελάτες ήρθαν και φύγαν. Σα βράδιασε, ο μυλωνάς καβαλίκεψε τ’ άλογό του κι έφυγε κι αυτός. Περιμέναμε ως τα μεσάνυχτα, μήπως βγει κανένας από μέσα ή γυρίσει ο ίδιος πίσω. Δε φάνηκε τίποτα. Σταυρώσαμε το στήθος μας και πήγαμε.
Η κλειδαριά ήταν σπασμένη, μ’ από μέσα είχε αμπάρα. Απ’ το βοριά, που ’βγαινε το νερό, μπήκαμε. Ένα νυχτοφάναρο έκαιγε μπροστά στο στόμα του φούρνου. Τρομάξαμε. Και πάλι είπαμε: «ψωμί να φάμε κι ας πεθάνουμε». Κοιτάξαμε το ντουλάπι. Είχε το μπαρντάκι με λάδι, ντομάτες, αλάτι. Μες στο καλάθι δυο πίττες. Στο παράθυρο τα τσανάκια βαλμένα μπρούμυτα. Κάναμε σαλάτα και φάγαμε. Ευχαριστήσαμε το Θεό σα να τον είχαμε μπροστά μας, και κουβεντιάσαμε με λαχτάρα. Παρηγορηθήκαμε. Ύστερα σηκωθήκαμε και ψάχναμε παντού. Σε μια θυρίδα είχε καμιά κοσαριά κεριά της εκκλησιάς. Τα πήραμε. Σ’ ένα βαρέλι, αλεύρι και μισό σακί στάρι. Βάλαμε να το αλέσουμε. Αφήσαμε το νερό κι ο μύλος άρχισε ν’ αλέθει.
Στρατής Δούκας
«Ιστορία ενός αιχμαλώτου»
σελ. 25-26
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου