Το φεγγάρι γέμισε κομμάτι, κρέμεται πάνω από το Σαν Στέφανο και χαμηλώνει. Νιάαου. Από πού σου φωνάζει; Δεν αποκρίνεσαι. Με το πόδι ξεθάβεις ένα χαλίκι, το μαζεύεις, πας στη μέση του οικόπεδου, κι από κει το σβουρίζεις μέσα στο κτήμα του Ελβετού. Αμέσως τα σκυλιά του αρχίζουν το πανδαιμόνιο. Το φως της Θείτσας ξανανάβει. Όταν σωπαίνουν τα σκυλιά το φως σβήνει. Γλιστράς σαν κλέφτης, τρέχεις ως το δρομάκι με τις ξερολιθιές και το μπλοκάρεις. Από κει πετάς άλλο χαλίκι στου Ελβετού. Τα σκυλιά ξαναρχίζουν, πιο λυσσασμένα τώρα. Άξαφνα τη νιώθεις πάνω σου, έκανε αχ, ένας ίσκιος, απλώνεις τα χέρια κι αγκαλιάζεις τη νύχτα. Το ποδοβολητό της στο οικόπεδο. Τα σκυλιά, το παραθύρι της Θείτσας ξαναφωτίζεται, και τότε τη βλέπεις για πρώτη φορά. Μια μαύρη σιλουέτα σαλτάρει πάνω από τα τσακισμένα παλούκια με τα συρματοπλέγματα και φεύγει. Τρέχεις, τρέχεις σαν τρελλός. Την ακούς, πήρε το χωματόδρομο με τις επαύλεις, τραβάει πάνω, για τους παλιούς στάβλους, κάπου θα στρίψει, αριστερά το Σουτς, δεξιά το Τζανακλής. Πρέπει να την προφτάσεις. Απόψε δε γελά, δεν κοροϊδεύει. Αλλά βλέπεις τα λυμένα μαλλιά, ακούς τα πόδια της να βουλιάζουν κουφά μέσα στο χώμα, και το λαχάνιασμά της. Ακόμα λίγο και θ’ απλώσεις το χέρι. Κι εκεί σου χάνεται, φτάσατε στους στάβλους. Τράβηξε για το Τζανακλής. Εσύ ξοπίσω κι άξαφνα τη χάνεις πάλι. Ο κήπος του Παπού. Μπατ, λες χαμηλά, πού κρύφτηκες; Ακούς κάτι σα γέλιο, σαν πνιγμένο λυγμό. Πίσω απ’ τη μάντρα. Θυμάσαι πώς την πήδηξε ο Τόνης. Παναγιά μου βοήθα με, και σαλτάρεις. Πέφτεις με το πλευρό, σηκώνεσαι, κάτω απ’ τα πόδια σου τρίζει ένα στρώμα ξερά φύλλα. Τη βρίσκεις όρθια, με την πλάτη στον τοίχο, ασάλευτη, μαγνητισμένη. Βαριανασαίνει από το τρέξιμο. Φήσε με, σου λέει, φήσε με, τι θες; Εσύ με τις παλάμες της κολλάς την πλάτη στον τοίχο, δεν αντιστέκεται, τι θες, με το στόμα ψάχνεις το πρόσωπό της, σου παίρνει τα χείλια μέσα στα δικά της, γλυκειά που είναι η γλώσσα της, γλυκειά. Φήσε με, τι θες, εγώ αγαπάω τον Τόνη. Μπατ, λες, αγάπη μου, και τρέμεις. Φήσε με, σου λέει και σου δίνει να χουφτιάσεις το βυζί της. Θεέ μου και Κύριε. Το θαρρούσες σκληρό και κρύο, ένα λάστιχο, κι αυτό είναι ζεστό, είναι ζωντανό. Φήσε με, σου λέει, πού είναι ο Τόνης; Τώρα σφίγγεται απάνω σου, βαραίνει. Τόνη, Τόνη. Εσύ παραπατάς, σ’ αγκαλιάζει απ’ το λαιμό, το στόμα της στο δικό σου, σε σέρνει μαζί της και πέφτετε. Φέρε μου τον Τόνη και κάνε με ό,τι θέλεις. Μπατ, αγάπη μου, της λες και ψάχνεις με τα δάχτυλα στη ράχη της τα κουμπιά. Εκείνη πιο γρήγορη σου βγάζει τις μπρετέλες, σε γυμνώνει. Φήσε με, σου λέει, δεν ξέρεις τίποτα, εσύ δεν ξέρεις πώς κάνουμε, πού είναι ο Τόνης; Αγάπη μου, Μπατ. Όταν σ’ αγγίζει με τα δάχτυλα όλα τα νυχτοπούλια βάνονται να φωνάζουν, όλα τα γιασεμιά του κόσμου πέφτουν βροχή και σας σκεπάζουνε. Έχει κουλουριαστεί πάνω σου, ένα κουβάρι γεμάτο σπασμούς, γυμνή κι όμως ντυμένη, μήτε ένα κουμπί δεν μπόρεσαν τα δάχτυλά σου να της ξεκουμπώσουν. Όλη την κούραση από το τρέξιμο τη νιώθεις τώρα στα νεφρά. Εκείνη βουβή. Χαλαρώνει το σφίξιμο. Ανασαίνει βαθιά τελειώνοντας μ’ ένα μικρό λυγμό. Άξαφνα γλιστράει από κάτω σου, να μη σε ξαναδούν τα μάτια μου, σου λέει, και χάνεται μέσα στη νύχτα. Σηκώνεσαι αργά, σιάζεσαι. Ένας σωρός κοπριές πιο πέρα μυρίζει δυνατά. Αγάπη μου, Μπατ, αγάπη μου. Και σε παίρνουν κάτι κλάματα…
σελ. 205-207
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου