Ο Αντουάνος κάνει το σταυρό του, χουφτιάζει το βαθύ κουτάλι και δίνει της φασουλάδας και καταλαβαίνει. Τις ψιλοκομμένες φέτες του Παππού τις κάνει μια χαψιά. Μεγάλο έξοδο να τρέφεις τέτοιο άνθρωπο. Ο Καρκαλέμης τον τσιγκλάει όλη την ώρα. Θέλει να τ’ ακούσει από το στόμα του, πώς τον αιχμαλώτισε ο Αραμπής, πώς πέρασε στρατοδικείο και αθωώθηκε.
― Να μωρέ, όταν βγήκαν και λέγανε πως αύριο τα εγγλέζικα θωρηκτά θα την κάνουν σκόνη την Αλεξάντρεια κι έπρεπε όλοι οι ευρωπαίοι ν’ ανεβούνε στα βαπόρια, εγώ τους λέω, εγώ δε φεύγω. Τη φαμελιά να την πάρετε, δε θέλω να πάρω κι άλλες ψυχές στο λαιμό μου. Εγώ έδοσα λόγο στ’ αφεντικό, δε φεύγω. Μα ο Κόντες, μου λένε, μπαρκάρησε σε γαλλικό βαπόρι, τρελλός είσαι να μείνεις και να σκοτωθείς; Εμένα, τους λέω, ο Κόντες μου είπε πως δε το κουνάει, να μου φέρετε γράμμα για να φύγω. Κι ύστερα τι στο διάολο, γραμματόσημο με την αντρέσα μου θα έχουν οι μπόμπες; Χάθηκε ολάκερη Αλεξάντρεια, στο κεφάλι του Αντουάνου θα βρούνε να πέσουνε; Τα ’λεγα αυτά γιατί δε μου έκανε καρδιά ν’ αφήσω το Ράμλι, εδώ καλά βολεύτηκα. Έτσι και τους έκανα το χατήρι κι ανέβαινα σε βαπόρι, ποιος ξέρει σε ποια εξορία θα με βγάζανε ύστερα. Πολύ το είχαν να μας ξαναπάνε στη Χίο; Εγώ θα κάτσω να φυλάω την παράγκα. Και στο Τριέστι να σας έχουν παγαιμένους, λέω της συχωρεμένης της Αγγελικώς, εγώ σας ξαναφέρνω. Αφέντης είσαι, κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, αυτό μου έλεγε. Πήρε τα παιδιά και φύγανε. Κι όταν ξημέρωσε η μέρα κι άρχισε να τρέμει η γης, να σας πω την αμαρτία μου, φοβήθηκα. Μωρέ, λέω, αυτός είναι σεισμός. Ήταν δεν ήταν χρόνος που είχα δει στη Χίος τα σπίτια να πέφτουνε. Τρελλάθηκα. Αντί να κάτσω μέσα στην παράγκα και να περιμένω, πήρα δρόμο κι έτρεχα για τον Προφήτη Ηλία. Θυμόμουν πως τα καμπαναριά στη Χίος είχαν μείνει όρθια. Το κλειδί ο παπά Δημήτρης, Θεός σχωρέσει τον, το ’κρυβε πάντα κάτω από μια γλάστρα. Εκεί το βρήκα. Σκαρφάλωσα ως απάνω κι από κει κρεμάστηκα και κοιτούσα. Βρε, βρε, από τη λαχτάρα μου έδοσα μια με τη ράχη στη μεγάλη καμπάνα κι αυτή η ευλογημένη έκανε ντον και πάλι ντον. Μακριά, στο Μεξ, στο Γκαμπάρι, στο Καΐντ Μπέη έβλεπα τα κανόνια των θωρηκτών να ξερνάνε φωτιά. Και στην Αλεξάντρεια πια, καπνός και πούλβερη, καταστροφή. Δεν ξέρω αν το λέγανε στ’ αλήθεια, φαίνεται πως χοροπηδούσα απ’ το κακό μου, σήκωνα τα χέρια και τα κατέβαζα. Ο Αραμπής από κει που βρισκόταν με είδε με τα κυάλια. Πηγαίνετε και φέρτε μου αυτό το νουσράνι που κάνει σινιάλα στους Εγγλέζους, σπιούνος τους θα ’ναι. Άξαφνα τους είδα μπρος μου, θα ’ταν μεσημέρι, τόσος ήταν ο εκνευρισμός που δεν τους ένιωσα να φτάνουν, δεν άκουσα που ανεβαίνανε. Μου δώσαν ένα χέρι ξύλο και με πήρανε.
― Κι έτσι σ’ άφησε κι έφυγες ο Αραμπής, δε σε διάβασε κομμάτι;
― Α, ναι. Μου λέει: Βάλτε το καλά στο κακάρι σας. Μουσαφιρέοι είσαστε. Ο λαός αυτός ξύπνησε και γυρεύει να γίνει αφέντης στο σπίτι του. Μην τους εμπιστεύεστε μωρέ τους Εγγλέζους που σας κάνουν τον προστάτη. Αυτοί είναι φίδια κολοβά. Όταν δε θα ’χουν την ανάγκη σας θα σας περάσουν τη θελιά. Θα σας πουλήσουνε. Το καλό που σας θέλω είναι ν’ ανοίξτε τα μάτια σας. Εμείς μια φορά σας αγαπάμε, σας θέλουμε. Αλλά μουσαφιρέους, όχι αφεντικά. Πασά μου, του λέω, ν’ αγιάσει το στόμα σου. Αυτό τους κοπανάω κι εγώ. Στραβός είμαι; Ποιος αγαπάει το δίκιο και δεν το λέει; Τότε είναι που με ρώτησε αν πεινάω κι έστειλε κι έφερε την τάβλα με το φαΐ.
σελ. 194-196
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου