Χαρέμι πες του μας έκανε


– Δεν κατάλαβα, είχατε συζυγικές σχέσεις μαζί του;
– Ναι, παιδί μου, ναι. Τι σου έλεγα τόση ώρα;
– Αυτό είναι ασύλληπτο. Καταλαβαίνετε τι μου λέτε;
– Εγώ αν καταλαβαίνω; Δεκατεσσάρω χρονώ κοριτσάκι το τράβηξε από το σκολειό και το ’θαψε μέσα σε κείνη τη φυλακή. Έβλεπα τα μάτια του να γυαλίζουν όταν την κοιτούσε, άκουσε, του λέω, μην πειράξεις το κορίτσι μου, λύκαινα θα γενώ να σε σπαράξω. Κι αυτός μου έλεγε, υπομονή, έχω το σχέδιό μου, βασίλισσα θα σε κάνω. Και την έπαιρνε μέσα στα σκέλια του, τάχα για να την προγυμνάζει στην αγγλική, κι έβλεπα τα μάτια του να γλαρώνουν, κι ύστερα την έδιωχνε, και το ’ριχνε στο πιοτό και στο τέλος ξεθύμαινε πάνω μου. Τις νύχτες αδύνατο να κλείσω μάτι, τον παραφύλαγα, μόλις σηκωνόταν από το στρώμα, εγώ από πίσω του. Ξέρεις τι είναι μια πόρτα που τρίζει πάνω στους μεντεσέδες της μέσα στη νύχτα; Βαστάει χρόνια, αιώνα. Σου τη φουσκώνει την καρδιά σα μπαλόνι κι ύστερα σου τη γδέρνει λουρίδα λουρίδα. Σου έρχεται να φωνάξεις αμάν λίγο φως, κι ας δουν τα μάτια μου ό,τι δουν, τη συντέλεια του κόσμου, μόνο να πάρει τέλος το μαρτύριο αυτό, να το ξέρω πως άλλη πιο κακούργα μάνα δεν ξαναγίνηκε. Μ’ αυτά τα χέρια το ’πλυνα το σεντόνι με τα αίματα της παρθενιάς της, μιλαίδη μου. Και το κοριτσάκι σα να τρελλάθηκε, γίνηκε μοχθηρό, δε μ’ άκουε. Φεύγα, της έλεγα, τρέχα στο παπά του Προφήτη Ηλία, ρίξου στα πόδια του και πες του τα όλα. Χαρέμι πες του μας έκανε, μάνα και κόρη, ο καταραμένος.  Τρέχα, παιδί μου, αλλιώς δε γλιτώνουμε. Μα εκείνο το κακόμοιρο ντρεπόταν, δεν τολμούσε να κοιτάξει άνθρωπο στο πρόσωπο. Και το ’πιασε ένα κακό κι έτρεχε, έτρεχε σαν το λυσσασμένο άλογο μέσα στο κτήμα ώσπου μπαΐλντιζε απ’ την κούραση κι έπεφτε ψόφιο. Έτσι το ’βρισκε ο καταραμένος, μα τι διάβολο την ποτίζεις, μου φώναζε, κι έχει τον αξύπνητο; Κι ύστερα άρχισε να του φεύγει τις νύχτες, πού γύριζε ποτέ δεν είπε, θα έτρεχε, θα έτρεχε πάλι, γιατί ερχόταν πεινασμένη κι ύστερα κλειδωνόταν στην κάμαρή της και δεν του άνοιγε. Κι αυτός γίνηκε τούρκος, έφερε δίκανα και τα ’δοσε στους κέρβερους τους μπεντουβίνους του, όπου δείτε σκιά να σαλεύει, τους είπε, ντουφεκάτε τη, σας έφερα και άδειες από την Κυβέρνηση, σας προστατεύει ο νόμος. Τέτοιος σατανάς! Μα η μικρή έβρισκε πάλι τρόπο και του ξέφευγε, μυστήριο έμεινε από πού γλιστρούσε, σα να ’χε βρει κάποιο λαγούμι από τα χρόνια των Πτολεμαίων, που λένε. Δυο φορές, δυο νύχτες, κάναμε όλο το οικόπεδο με τα δαδιά και τα κλεφτοφάναρα, πήχυ με πήχυ, άφαντη. Κι ένα πρωί μου φωνάζει, μάνα, έλα, σε χρειάζομαι. Πάω στην κάμαρή της, βλέπω σφουγγαρισμένα, πέφτει μπρούμυτα στο κρεβάτι και μου δείχνει, ήταν ο πισινός της γεμάτος σκάγια. Έχασα τις δυνάμεις μου κι έπεσα, κι εκείνο το παλιοκόριτσο γελούσε, ποτέ δεν τον μαρτύρησε το φύλακα που της την άναψε. Τα σημάδια υπάρχουν το ξέρω πως δεν τα είδατε, γιατί όταν κάνατε χαλάουα φορούσε την κυλότα της, κι όταν την μάλωσα μου είπε, μάνα δεν είσαι στα καλά σου, σ’ ολάκερη μιλαίδη θα δείχνω τον κώλο μου; Ας είναι. Από τότε πες πως ημέρεψε κάπως, το ’ριξε στο διάβασμα. Κι ύστερα από χρόνια φαίνεται πως τα ’μπλεξε με κάποιο παληκάρι, κι ο καταραμένος τα μυρίστηκε ή τους τσάκωσε, δεν ξέρω, με είχανε σαν ξένη, ζούσανε πια σαν αντρόγυνο, μόνοι τους τσακώνονταν, μόνοι τους τα ξαναφτιάχναν. Και μια μέρα μου λένε, μάνα, τ’ αποφασίσαμε, θα νομιμοποιήσουμε το δεσμό μας, να βγούμε κι εμείς στον κόσμο να ζήσουμε τη ζωή μας. Τι να τους πω, η Τζούλια ήταν πια ενήλικη. Πούλησαν το κτήμα για μερικές ψωροχιλιάδες, που είχε τέτοιο μέλλον, τα κόκκαλα του άρχοντα μου θα τρίζαν μέσα στον τάφο του. Κι επίπλωσαν αυτή την πανσιόν, κι έτσι μπήκα υπηρέτρια στης κόρης μου, και στου πρώην ερωμένου μου, του μπόγια μας.
σελ. 174-177

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου