Παίρναμε τραυματίες επί εφτά μήνες. Σμύρνη, Μουδανιά, Νικομήδεια. Το «Έλση» ήταν μικρό, μια διακοσαριά κρεβάτια όλα όλα, το ’πιανε η θάλασσα. Είχαμε σωσίβια από φελλό. Αλλά ο φόβος ήταν άλλος. Τα σήματα που λαβαίναμε: εθεάθη νάρκη εκεί, εθεάθη νάρκη εκεί. Και στεκόμασταν με τα μάνλιχερ, τις καταστρέφαμε. Μια φορά δεν ήταν νάρκη, ήταν ένα μεγάλο κιβώτιο. Μισή ώρα το πυροβολούσαμε. Μισή ώρα χωρίς να εκρήγνυται.
Οι αδελφές ήσαν εθελόντριες. Υπήρχαν τέσσεροι γιατροί, τέσσερες προϊσταμένες. Με μία από αυτές δεν τα πήγα καλά. Ήθελε να με βάλει να κάνω δουλειά νοσοκόμου. Πιάσαμε κάποτε στη Χίο. Κατέβαινα εγώ τη σκάλα, την είδα μέσα από ένα φινιστρίνι. Γυμνή, κοιταζόταν στον καθρέφτη. Σταυρώθηκαν οι ματιές μας. Είδε που την είδα. Και δεν μου ξαναφορτώθηκε έκτοτε.
Από την «Έλση» με απέσπασαν τον Νοέμβριο του ’20 στα έμπεδα Τραυματιοφορέων Σμύρνης. Είχαμε περίπου οχτακόσιους κληρωτούς των κλάσεων ’21, ’22. Εκεί τους διδάσκαμε διάφορα: καθήκοντα εν τω θαλάμω, διακομιδές, επιδέσεις τραυμάτων. Μετ’ επιδείξεως. Τους κάναμε επίσης σουηδική γυμναστική.
Στεγαζόμαστουν σε ξύλινα παραπήγματα. Είχαμε δύο κουβέρτες. Σεπτέμβριο νομίζω του ’21 ήρθε διαταγή στρατιάς να δώσουμε όλοι οι του εσωτερικού το ένα κλινοσκέπασμα. Πέρασαν αραμπάδες τα μάζεψαν. Ύστερα με έδιωξαν για δύο τρεις μήνες στο Ουσάκ. Πήγα εκεί. Ξαναγύρισα στη Σμύρνη ως ειδικός εκπαιδευτής. Πήγαινα τακτικά στο Β’ Νοσοκομείο για εξάσκηση υπό πραγματικές συνθήκες. Έπαιρνα μαζί μου ογδόντα-εκατό κάθε φορά.
Με το νοσοκομείο συνόρευαν τα λεγόμενα «Χιώτικα».Συνοικία με κοινές γυναίκες. Ονομάζονταν «Χιώτικα» εκ του τόπου καταγωγής αυτών των γυναικών. Προέρχονταν κατά πλειονότητα από τα νησιά. Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο. Υπήρχαν φυσικά και Σμυρνιές και Τουρκάλες.
Το μικροβιολογικό εργαστήριο της στρατιάς το διηύθυνε κάποιος από το Άργος. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Σπουδαγμένος στη Γερμανία, με αποκαλούσε «συνάδελφο». Εγώ τελειόφοιτος. Κύριε συνάδελφε. Ήταν αυτός ο γερμανικός του τρόπος. Κάθε βδομάδα είχαμε το λιγότερο είκοσι θετικές συφιλιδικές εξετάσεις. Στρατιώτες και πολίτες. Ήταν βεβαίως το προηγούμενο του Μακεδονικού μετώπου. Τα «γαλλικά παράσημα». Αλλά στη Σμύρνη υπήρχε μεγάλη ελευθεριότης των γυναικών. Εθεωρείτο προσβολή για μια κοπέλα να μην έχει φίλο. Δεν ήταν άξια. Υπήρχε η Τερψιθέα. Εκεί πήγαιναν για περίπατο οι αζευγάρωτες. Έφτανε μια ματιά – έτσι γινόταν η επιλογή. Υπήρχαν τα χοροδιδασκαλεία επίσης. Πήγαιναν οι στρατιώτες, όλα τα κορίτσια ήθελαν να χορέψουν μαζί τους. Υπήρχε η εθελουσία προσφορά υπηρεσιών στα νοσοκομεία των Σμυρναίων γυναικών.
Εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ελληνικού πληθυσμού. Χριστιανισμός. Επί συνόλου τριακοσίων περίπου χιλιάδων. Νομίζω. Δεύτερη κοινότητα η τουρκική. Απωθημένη προς το Κάστρο. Ακολουθούσαν Αρμένιοι, Εβραίοι. Οι Έλληνες κατείχαν την κεντρική πόλη, Γκιαούρ Ισμίρ. Το εμπόριο όλο στα ελληνικά χέρια. Εν μέρει και στα εβραίικα. Υπήρχαν τα λεγόμενα «Σκεπαστά». Τα είχαν αυτοί. Δρόμοι με τζάμια. Γεμάτοι χρυσαφικά. Υπήρχε αναβατήρας για την πάνω γειτονιά, στο Κάστρο. Δεν υπήρχαν δρόμοι. Καλντερίμια. Δούλευαν οι καρότσες με τα άλογα. Κράπα κράπα κραπ. Με ειδικό χώρισμα για τις χανούμισσες. Η Παραλία αποτελούσε οδική επιχείρηση. Δεν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο. Ανήκε στον Γκυφραί. Γάλλος επιχειρηματίας αυτός. Το «Quai». Τέσσερα σχεδόν χιλιόμετρα μήκος. Ένα τραμάκι με άλογα έκανε τη συγκοινωνία. Λένε ότι αυτός ο Γκυφραί έκανε αγωγή κατά της στρατιάς επειδή τα βαρέα καμιόνια της του χάλασαν τον δρόμο. Δρόμο στρωμένο με πλάκες μεγάλες. Ανώμαλες. Οπότε η στρατιά έκανε ανταγωγή για τη φθορά των ελαστικών των καμιονιών από την κακή επίστρωση. Τούτο όμως μπορεί να είναι απλή ιστορία.
Έμεινα στη Σμύρνη περί τον ένα και μισό χρόνο. Εκτός των νοσοκομείων υπήρχε το Υγειονομικό Κέντρο. Αυτό κατά κάποιο τρόπο είχε ειδικευτεί στα αφροδίσια. Έστειλα εκεί έναν στρατιώτη, είχε αρπάξει βλεννόρροια. Αρκάς, ερχόμενος από Θράκη, και είχε κάνει μόνος του θεραπεία με γαλαζόπετρα. Πρακτικός τρόπος, γύρευε ποιος του τον είχε υποδείξει. Είχε κάψει τον βλεννογόνο της ουρήθρας. Πρέπει να πέθαινε από τους πόνους.
Τη σύφιλη τη θεραπεύαμε με το 606. Με υδράργυρο και 606. Με βισμούθιο επίσης. Ο υδράργυρος εχρησιμοποιείτο μέχρι το ’30-’35. Γινόταν ενδοφλεβίως και πείραζε συχνά τα νεφρά. Μπορούσε επίσης να δημιουργήσει ανωμαλίες κατά την ώρα της ενέσεως. Το πρόβλημα το έλυσε αργότερα η πενικιλίνη.
Στα νοσοκομεία είχαμε πολλές προσποιήσεις. Υπήρχε ειδικό τμήμα ελέγχου αυτών. Οι στρατιώτες μετήρχοντο διάφορα τεχνάσματα. Κάπνιζαν αίφνης χλωρικό κάλι και έκαναν βρογχικόν κατάρρου. Ο οποίος έδιδε σκιές και στην ακτινολογική εξέταση. Ή αφήνονταν στη νυκτερινή ενούρηση. Είχαν μάθει ότι αποτελούσε λόγο απαλλαγής. Αυτούς έπρεπε να τους παρακολουθούμε. Υπομονή γαϊδουρινή δηλαδή. Τους βάζαμε ένα φως. Ο υπόλοιπος θάλαμος στο σκοτάδι. Εάν πράγματι έπασχε ο παρατηρούμενος ουρούσε όπως κοιμόταν. Εάν προσεποιείτο έπρεπε να γυρίσει στο πλευρό. Το βράδυ δε πριν κοιμηθεί και για να μην έχει ακριβή συναίσθηση τον ναρκώναμε ελαφρώς. Του δίναμε χλωράλη π.χ. 4 mgr.
Σε έναν, που ήμαστουν βέβαιοι ότι ψεύδεται, επιβάλαμε «ειδική» θεραπεία: Θερμοκαυτηρίαση χαμηλά στη ράχη με αναμμένο θερμοκαυτήρα. Κάθε πρωί θερμοκαυτηρίαση. Κάποτε δεν άντεξε. Εντάξει, γιατρέ, ιάθην. Έτσι: ιάθην. Ήταν ένα μαγκάκι από τον Πειραιά.
Άλλο κόλπο βέβαια, το λεύκωμα. Αυτοί πρέπει να ήσαν δασκαλεμένοι από γιατρό. Και να συνεργούσαν κάποιοι μαζί τους μέσα από το νοσοκομείο. Προμηθεύονταν πλευρικό υγρό από τις παρακεντήσεις και το έριχναν στα ούρα τους. Χτικιάζαμε να τους ανακαλύψουμε. Μερικοί έκαναν τον επιληπτικό. Αλλά εδώ βέβαια η προσποίηση ήταν δύσκολη.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 144-147
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου