Από κει έρχομαι



Στον πρώτο διωγμό μας πήγαν στην Ανατολή. Στον δεύτερο μας έστειλαν στη Δύση. Ας είναι καλά, σεργιανίσαμε με το παραπάνω.
Η διορία τελείωνε και πήγαμε στο σπίτι του κουνιάδου μου Γιάννη Λαΐτσα, στην Κάτω Χώρα, να είμαστε κοντά στη θάλασσα. Σηκωθήκαμε στις τέσσερες το πρωί, νηστικοί. Μέχρι τις Αλυκές του Λημνιού ήταν μια δρασκελιά δρόμος. Εκεί έψαχναν τον κόσμο μην έχει απάνω του λίρες. Μπήκαμε στο καράβι στις τρεις το απόγευμα. Εγώ με τα τέσσερα παιδιά, η κουνιάδα μου με τα δύο δικά της, ο κουνιάδος μου με άλλα εφτά. Μέχρι να φτάσουμε στη Μυτιλήνη σκοτείνιασε. Στο λιμάνι οι στρατιώτες από το Αϊβαλί στις βάρκες, γύρευαν τους δικούς τους. Ο καπετάνιος να φωνάζει, φύγετε, παιδιά, θα χάσω τον κόσμο. Δεν μας έβγαλαν στη Μυτιλήνη, μας πήγαν στο Σίγκρι. Είχαμε λίγο ψωμί μαζί μας, μόνο ψωμί. Πέντε άτομα χωρίς προστάτη.
Καθίσαμε λίγες μέρες στο Σίγκρι. Μετά μας έδιωξαν για καλύτερα, μας έστειλαν στον Πολυχνίτη. Μας έβαλαν σε μια αποθήκη, από τη μια έμπαινε ο αέρας, από την άλλη έβγαινε. Σε κάνα μήνα ήρθε ένας κύριος, ήθελε τους ψαράδες από το Αϊβαλί. Να τους βάλει τα ναύλα, να τους πάει στη Στυλίδα να ψαρεύουν για λογαριασμό του. Ήταν από τη Σμύρνη, το όνομά του Κώστας Υέρος. Νοίκιασε βαπόρι και έβαλε μέσα είκοσι πέντε οικογένειες. Κοντά στους ψαράδες τον παρακαλέσαμε και μεις, μας πήρε. Εμένα και την κουνιάδα μου και τα παιδιά. Είχε μεγάλες διαθέσεις. Φτάσαμε στη Στυλίδα παραμονές Χριστουγέννων.
Μας έβαλαν τους μισούς στην εκκλησία, τους άλλους μισούς στα σχολεία. Ο κύριος Κώστας Υέρος μας  βοήθησε. Έκανε έξοδα. Μας βρήκε σε όλες τις γυναίκες δουλειά. Αλλά αφήνουν οι ντόπιοι να ζήσει ο ξένος; Δεν στάθηκαν και οι Αϊβαλιώτες εντάξει. Δεν φάνηκαν παλικάρια και φιλότιμοι. Σηκώθη έφυγε, μάθαμε πήγε στη Χαλκίδα. Έχασε πολλά λεφτά για μας. Αν βρίσκεται στη ζωή, ας του δώσει ο Θεός χρόνους.
Εμείς πέσαμε στο μεροκάματο. Ελιές, πλέξιμο. Ό,τι έβρισκε η κάθε μία. Φύγαμε από την εκκλησία, ο παπάς δεν μας θύμιαζε, δεν γύριζε να κοιτάξει αν υπάρχουμε. Οι επίτροποι γκρίνιαζαν.
Πήγαμε σε ένα γυμναστήριο. Στα τσιμέντα, τριάντα οικογένειες, μας έπνιξε ο καπνός. Πέφταμε μπρούμυτα να πάρουμε αέρα. Εφτά χρόνια κράτησε αυτό. Ευτυχώς που είχαν εκεί αποχωρητήρια.
Θα πεις, δεν πιάνατε μια κάμαρα. Οι αϊβαλιώτισσες ελιές δεν κάρπισαν ούτε στα εφτά ούτε στα τριάντα δύο χρόνια που περπατάμε. Με ένα ξερό μεροκάματο τι να πρωτοκάνεις; Κι αυτό όχι ταχτικό. Δούλεψα σε σπίτια, σε ξενοδοχεία, σε αποθήκες. Εγώ που δεν ήξερα τα χτήματά μου. Μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά.
Οι ντόπιοι μας κοίταξαν. Μας έλεγαν τουρκόσπορους. Εμάς. Λόγια να πληγώνουν. Ή τότε που είδαν τις ομολογίες. Από δυόμισι χιλιάδες λίρες πήρα εβδομήντα πέντε χιλιάδες. Μερικοί φοβήθηκαν μην τους περάσουμε στα πλούτη. Περίμενε να δεις κι άλλα.
Ήταν Απόκριες, μου λέει μια κυρία, ήξερε την κατάσταση. Είχε έρθει μια θεία μου, έμενε μαζί μας, έξι νοματαίοι. Μου λέει, σήμερα να μην ψωνίσεις, θα σου στείλω εγώ κρέας. Το περίμενα κι ακόμα το περιμένω. Το έδωσε στην υπηρέτριά της να μου το φέρει κι αυτή πέρασε από τον αδερφό της κυρίας.
Πού το πας; Έτσι κι έτσι. Σ’ αυτή που έχει ομολογίες;
Και της το πήρε, το κρέμασε στην πόρτα της κουζίνας του. Την Καθαρή Δευτέρα το έριξε στα σκυλιά.
Τι άλλο; Ναι. Τρεις οικογένειες τις αγαπήσαμε. Μας κατάλαβαν, μας εκτίμησαν. Τη νοικοκυροσύνη μας. Η μία οικογένεια είναι του κυρίου Κλέαρχου Γευγελή. Η άλλη του βουλευτή κυρίου Νικολάου Καΐπη, ιατρού, και η τρίτη του κυρίου Αθανασίου Ορφανού. Να είναι καλά.
Σήμερα που γράφω, ημέρα Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου, κάθομαι στο κρεβάτι με μεγάλη ατονία. Είμαι εβδομήντα δύο ετών, δεν φοβάμαι κανέναν. Διαβάζω τις αϊβαλιώτικες εφημερίδες και λαχταράω. Με τις παλιές φωτογραφίες της περιφέρειας, με κάτι γνωστά ονόματα.
Τέτοιον καιρό μαζεύαμε τις ελιές. Κουβάλαγα τα κοφίνια μέσα στο καλύβι, η εργατιά μας έξω. Δεν νοιαζόμουν μη χάσω το μεροκάματο. Στεκόμουν στην πόρτα, κοίταζα δεξιά αριστερά και θαύμαζα. Παρακάτω ήταν ολόκληρη συνοικία. Παρακάτω άλλη. Σπίτια με μπαλκόνια ριχτά, παράθυρα με κάγκελα.
Μέχρι το Αγιασμάτι κάναμε ένα τέταρτο. Πηγαίναμε στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής με τους αραμπάδες. Όλη η χαρά ήταν δική μας. Τους τράβαγαν βόδια.
Ο θείος μου Στυλιανός Γαλατάρης πουλούσε τα λάδια και έφερνε τις λίρες μέσα σε ένα μεγάλο μαντίλι. Το άνοιγε να τις δούμε και έδινε από μία στις κόρες του και σε μένα. Τώρα από αυτούς εν ζωή είναι ένας εγγονός του μόνο, έχει το όνομά του, Στυλιανός. Στυλιανός Νικολέλης, ζει στη Γαλλία.
Ελιές χωράφια αμπέλια μαγαζιά σπίτια. Από κει έρχομαι. Σκέφτομαι τους δικούς μου, πάνω από εκατό νοματαίοι χαμένοι. Τώρα εδώ στον συνοικισμό είμαστε λογής λογής φρούτα. Σμυρνιές, Θρακιώτισσες, Πριγκιπιανές. Πού το ξέρεις, πού σε ξέρουν. Έχουμε και τους ντόπιους γείτονες. Αυτοί απορούν πώς ζούσαμε με τους Τούρκους και δεν είμαστε Τούρκοι και μεις. Άντε να τους πεις. Περισσότερο καταλάβαιναν τα Γιουρούκια που κατέβαζαν το δαδί στο Αϊβαλί παρά ετούτοι. Αρβανιτόβλαχοι.
Αρκετά έγραψα, το όνομα του άντρα του δεν έγραψα. Ευτύχιος Λαΐτσας, βαφέας. Τριάντα δύο χρόνια. Σήμερα έχω δεκαπέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο. Και είκοσι πέντε χιλιάδες μετρητά.
Θανάσης Βαλτινός
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη –Βαλκανικοί – ’22»
σελ. 10-13



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου