Ο βίος του κυνηγημένου δεν του ήταν ξένος


Τράβηξε προς τα λιόφυτά του. Μακάρι να περπάταγε μαζί με τον Πατουχονίκο, για να ανιστορούν και να θυμούνται οι δυο τους τη ζωή του αντάρτη στο λημέρι του Χαμέτη, εδώ πάνω στις Μαδάρες, επί Κατοχής – έτσι μπορεί να ενθαρρύνανε τους ίσκιους να σιμώσουν για να τους μιλήσουν. Είχανε βγει κι οι δυο τους, αυτός και ο Πατουχονίκος, από τους πρώτους στο βουνό, στις διαταγές του αριστερού Γιάννη Ποδιά. Του τολμηρού υπασπιστή και γραμματέα, τον πρώτο καιρό, του βενιζελικού καπετάνιου Μαντουβομανόλη, που είχε έρθει από τον Ψηλορείτη για να λημεριάσει σε τούτα δω τα βουνά. Πήγαν με τον Ποδιά κι όταν αργότερα έκανε τη δική του ομάδα. Ζήσανε μήνες, χρόνια, πιο ψηλά από τα πεύκα του βουνού. Πάνω στην κάννη τους ακουμπούσανε τα σύννεφα, κάτω από τα στιβάνια τους χτυπούσε της πατρίδας η ωραία καρδιά. Στους ένοπλους εκείνης της ομάδας βρέθηκαν ως δια μαγείας όλοι οι απαραίτητοι, ένας φούρναρης καλαμπουρτζής, ένας φραγκοράφτης, ένας οπλουργός, ένας παπάς κι ένας τσαγκάρης – που έφτιαξε μάλιστα με λάστιχο από ρόδα αυτοκινήτου υποδήματα μέχρι και του ξυπόλυτου Πατουχονίκου για τον πάγο και τα χιόνια του χειμώνα. Άλλοι τους βρέθηκαν στο αντάρτικο όντας βοσκοί, άλλοι βουνίσιοι αγρότες, φοιτητές, αξιωματικοί του διαλυμένου ελληνικού στρατού, μερικοί αστυνομικοί, κάποιοι φυγάδες από την Παλαιά Ελλάδα, δυο καλόγεροι, ο Πιοτρ ο Κοζάκος που το είχε σκάσει από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων της νήσου, ένας Αυστραλός κι ένας Νεοζηλανδός που ξέμειναν στη νήσο από τη Μάχη της Κρήτης. Οι βενιζελικοί αγγλόφιλοι πλειοψηφούσαν, ακολουθούσαν με μικρή διαφορά οι αριστεροί αντάρτες, μα λίγοι βρέθηκαν οι βασιλόφρονες στην πρώτη ενωμένη ομάδα. Υπήρχαν και οι επισκέπτες. Συχνά ανεβαίναν στο λημέρι Άγγλοι πράκτορες, με μόνιμο για ένα διάστημα τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, τον γνωστό κι από ένα τραγουδάκι ως Φιλεντέμ επειδή έμαθε φαρσί τα κρητικά, έτυχε να ’ναι καλλίφωνος και του άρεσε να το τραγουδά. Αλλά και σύνδεσμοι, αγγελιαφόροι, εφεδρικοί αντάρτες, πολιτικοί παράγοντες όπως ο συντοπίτης γιατρός Παπαμαστοράκης, ο λεγόμενος Γερουλάνος, βοηθητικοί ποιμένες, τροφοδότες, τσιλιαδόροι. Σπανιότερα ανηφόριζε κάποιος συγγενής, συνήθως άντρας, αραιότερα γυναίκες. Η ομάδα πάντως δεν ομονοούσε, όχι για τα καθημερινά, μα για το πώς θα έπρεπε να κυβερνηθεί η χώρα μετά την περιπόθητη μέρα της λευτεριάς. Δημοκρατία με βασιλιά ή χωρίς βασιλιά, αυτό το δίλημμα μοίρασε στα δυο τους αντάρτες, διαιωνίζοντας τον διχασμό με καινούργιο τρόπο. Ώρα την ώρα στοιβαζόντουσαν σαν τα σακιά με τον καρπό οι διαφορές, μέχρι που ψήλωσε ο σωρός, έγινε τοίχος, δεν μπορούσαν πια να τον διαβούν, δεν μπορούσαν να τον αγνοήσουν, ούτε κι έπρεπε.
Αποφασίστηκε να κάνουν οι αριστεροί ξεχωριστό καπετανάτο σε άλλο λημέρι, στις ίδιες Μαδάρες, μα να συνεχίσουν να τροφοδοτούνται από κοινού. Αύγουστος του σαράντα τρία ήταν, ο Πατουχονίκος είχε πετάξει προ πολλού από τα πόδια του τα λαστιχένια υποδήματα του αγγλόφιλου τσαγκάρη που οραματιζότανε το μέλλον της πατρίδας του με βασιλιά, χαιρόταν η γυμνή σκληρή πατούσα την ελευθερία της. Τότε περίπου έτυχε να συνθηκολογήσει η Ιταλία και κινήθηκαν όλες μαζί οι πινέζες στον απλωμένο χάρτη του Επάνω Κόσμου, κίνηση που είχε μοιραίες συνέπειες για την περιοχή. Διότι τρεις αντάρτες από τη μεριά των Μπαντουβάδων, θρασεμένοι από το όλο κλίμα, από τα μισόλογα των προκηρύξεων που έριχναν από την Αίγυπτο οι σύμμαχοι στην Κρήτη – ότι δήθεν θα ενώνονταν οι Ιταλοί με τους αντάρτες και κατόπιν οι σύμμαχοι θα επιχειρούσαν άμεση απόβαση στη νήσο Κρήτη για να ξαποστείλουνε τον Γερμανό, επρόκειτο όμως για αντιπερισπασμό, για ελιγμό, αφού η απόβαση έγινε λίγο αργότερα στη Σικελία –, έφταιξε πάνω απ’ όλα το στραβό τους το κεφάλι, τα ήπιαν και μετά πήγανε νύχτα και, αυτενεργώντας, έσφαξαν δυο Γερμανούς στρατιώτες που κοιμόντουσαν στο φυλάκιο του μικρού χωριού Σύμη. Το φυλάκιο είχε γίνει πρόσφατα, καθώς η Σύμη, κουρνιασμένη στο μάγουλο μιας καταπράσινης χαράδρας, ήταν ο τελευταίος οικισμός πριν από τα μονοπάτια που ανηφόριζαν μέσα από πεύκα και πουρνάρια προς το λημέρι. Κατέφθασε γερμανικός στρατός, ανέβαινε, είχε κάψει κιόλας δυο χωριά, ζήτησε ο καπετάνιος Μαντουβομανόλης τη συνδρομή του καπετάν Ποδιά, να ξανασμίξει το διχασμένο αντάρτικο μπροστά στον κίνδυνο. Έσμιξαν, χτύπησαν σε εκ του συστάδην μάχη τον εχθρό στην καταπράσινη χαράδρα της Σύμης. Τον κατατρόπωσαν, σκοτώσανε δεκάδες, πιάσανε δώδεκα αιχμαλώτους και γυρίσαν στο λημέρι χωρίς καμιάν απώλεια δική τους. Ο Πατουχονίκος ήρωας ήταν στο Αλβανικό, ήρωας φάνηκε και στην περίφημη αυτή μάχη. «Δεν κάνει η υπόδηση τον ήρωα, μα η καρδιά του», χαμογέλασε ο Σήφης γυρνώντας πίσω το κεφάλι μήπως έβλεπε τον Πατουχονίκο να έρχεται, ξυπόλυτος ακόμη. Κανένας όμως δεν ερχόταν.
Παρά την κραταιά νίκη τους γύρισαν στο λημέρι σαν ζεματισμένοι, νιώθοντας ότι τούτη η νίκη θα απέβαινε μοιραία. Και απέβη. Τις επόμενες μέρες ισχυρότατες γερμανικές δυνάμεις εκτελέσανε στην επαρχία κοντά πεντακόσιους άντρες, μαζί και γυναίκες, γέρους και μικρά παιδιά, ανατινάξανε ολόκληρα χωριά με δυναμίτη, αφού πρώτα λεηλατήσανε σπίτια και ζώα. Οι δε αντάρτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το λημέρι διαπραγματευόμενοι τους αιχμαλώτους. Διασκορπίστηκαν, ο καπετάν Μαντουβομανόλης φάνηκε προς τα Σφακιά προτού φυγαδευτεί στη Μέση Ανατολή, ο καπετάν Ποδιάς ενώθηκε με τους αριστερούς αντάρτες τους όρους Ψηλορείτη. Μαζί του πήγε κι ο Πατουχονίκος, ο Σήφης όμως δεν τους ακολούθησε.
Δεν μπήκε στο χωριό του εκείνο το χειμώνα, δεν ήταν φρόνιμο. Κρύφτηκε στα όρη. Ο βίος του κυνηγημένου δεν του ήταν ξένος. Τουλάχιστον εδώ γνώριζε τους βοσκούς κι άλλους ανταρτοτρόφους, γνώριζε ποιος ήταν πατριώτης, ποιος ουδέτερος, ποιος είχε αλισβερίσι με τον Γερμανό. Είναι αλήθεια ότι βρέθηκαν κάτι τέτοιοι και σε τούτη την περιοχή, όπως άλλωστε παντού στην νήσο, ελάχιστοι όμως είχαν απομείνει. Κρύφτηκε πάλι μοναχός σε σπηλιαρίδια, σε ξωκκλήσια, σε μιτάτα άδεια από το κοπάδι που είχε κατεβεί για να ξεχειμωνιάσει στα παραθαλάσσια, βρήκε τυρί και παστωμένο κρέας – λίγα, αφού λιμοκτονούσε η αφανισμένη επαρχία –, βρήκε προβιές να σκεπαστεί, ξίγκι αποθηκευμένο για να συντηρεί την καραμπίνα. Αριά και πού ερχόταν να τον πάρει κάποιος σύνδεσμος για να κάνει επαφή μέσα σε κατοικημένο σπίτι, τότε λουζόταν και πλενόταν με καυτό νερό, έτρωγε φαΐ μαγειρεμένο και μιλούσε δυνατά. Καλμάριζε σιγά σιγά ο χειμώνας, άρχισε κι ο Σήφης να κατηφορίζει και κρυβότανε ολημερίς στις φυσικές κρυψώνες, κούρνιαζε σαν το πουλάκι έως και μέσα στα πυκνά κλαδιά των πρίνων, της μυρτιάς, της πικροδάφνης για να βγει με τα άστρα στην ανοιχτοσύνη. Έσκασε το μπουμπούκι στα κλαριά, ξανασήμανε της κλεφτουριάς η ώρα, ξαναμαζεύτηκαν οι αντάρτες στου Χαμέτη. Η ομάδα, όλοι τους τώρα αριστεροί, είχε αρχηγό της τον Δημήτρη τον Παπά, έναν λεβέντη από τον Τύρναβο, που κάποτε δούλευε σε ναυπηγείο του Πειραιά, τον πήρανε οι Γερμανοί να τους επισκευάσει ένα χαλασμένο πλοίο στο λιμάνι του Ηρακλείου, πλην ο Παπάς έκανε σαμποτάζ στο πλοίο, βγήκε φυγόδικος στο λημέρι του Χαμέτη από την αρχή, στο πρώτο σεφέρι, πλάι στον Ποδιά. Αυτός είχε και το πρόσταγμα στη μάχη της Σύμης. Για να σκοτωθεί απ’ το βόλι των παλιών συνανταρτών του μετά από τρία χρόνια, κούνησε το κεφάλι του ο Σήφης.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 299-304



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου