Ο κλήρος της γυναίκας π’ αγαπάει είναι ο πόνος


Όσο περνούν οι μέρες – οι μέρες της μοναξιάς – τόσο το λαμπρό οικοδόμημα της ψυχικής της ισορροπίας ραγίζεται σε αμέτρητες αδιόρατες ρωγμές. Καμιά πέτρα δεν έπεσε ακόμα· τίποτα δεν μαρτυράει πως τα θεμέλια κλονίστηκαν. Μα κάτι σα δυσφορία, αγωνία και χαύνωμα μαζί, προμηνάν πως η κρίση κάποτε θα ξεσπάση.
Οι μέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου είναι θερμές, καφτερές, γεμάτες τυφλωτικό ήλιο, φως αδυσώπητο. Ο μπάτης δεν κατορθώνει ούτε να ρυτιδώσει τη θάλασσα. Τα μελτέμια δεν έχουν δύναμη ν’ απλώσουν τα φτερά τους. Τη νύχτα αναδίνονται απ’ το πέλαγο οσμές αρμυρές, ανασαιμιές ασάλευτου νερού, που θυμίζουν ιδρώτες οργασμού. Τα βράχια του νησιού αναβρύζουν την πύρη της μέρας, τυραννώντας τα πλεμόνια και τα νεύρα. Κάτω στην πολιτεία, το γλέντι ξεσπάει με τραγούδι, χορό, μεράκι, καημό κι έρωτα. Τρέχει το κρασί γεννώντας παθιασμένη δυσθυμία κι όχι ανάλαφρο κέφι. Τα κορμιά σμίγουν σε παράταιρα αγκαλιάσματα. Βράζουν οι ψυχές. Η ζωή, στο διάβα της, παρασέρνει το άβουλο ανθρώπινο κοπάδι, το εξουθενωμένο απ’ την οργή, τη ζήλεια και το πάθος. Και το φεγγάρι φωτίζει τη νεκρή θάλασσα, τον πυρωμένο βράχο και την ηδονόφιλη πολιτεία με τις ψυχρές αχτίδες του, σαν μια πελώρια ειρωνία του γλαυκού ουρανού προς τη χρυσογάλανη γη.
Είναι το καλοκαίρι· τώρα που, ύστερ’ απ’ τους ανοιξιάτικους οργασμούς, μεστώνουν οι ορμές. Τα δόντια, καθώς δαγκώνουν τους καρπούς, λες και βουτάν σε χυμούς ανθρώπινου κορμιού. Οι επίμονοι ιδρώτες σκορπάν οσμές γονιμικά ερεθιστικές. Τα λεύτερα κορμιά προσφέρονται στο χάδι του ανέμου, του ήλιου, του ματιού. Προκαλούν το άγγισμα του χεριού που θα τα ταράξη· γυρεύουν την πανίσχυρη συνουσία, που θα τα λυτρώση από το γενετήσιο εφιάλτη. Είναι το καλοκαίρι. Οι άνθρωποι με μάτια ανήσυχα κοιτούν ορίζοντες, αναζητώντας το σύννεφο με τη βροχή· λαχταρώντας το δροσερό υετό, που θα τους λυτρώση απ’ τις δυναμικές ατονίες τους. Με ψυχές λαφιασμένες γυρεύουν ένα παρήγορο ύπνο, που δε λέει να ’ρθη. Τα κρεβάτια είναι πολύ στενά, τα σεντόνια πολύ ζεστά, τα κορμιά πολύ υγρά. Η μέρα έρχεται γρήγορα, να ξεδιαλύνη τα πονηρά όνειρα· κι η νύχτα αργά, να χύση βάλσαμο στις ανησυχίες. Είναι το καλοκαίρι…
Για τη Μαρίνα το κρεβάτι είναι πλατύ, η νύχτα ατελείωτη. Ανοίγει το παράθυρο της κάμαράς της απέναντι στη θάλασσα, και κοιτάει τον αστρόφωτο ουρανό με μάτια ανήσυχα. Προσμένει να πυρώση ο ορίζοντας, να ματώση το πέλαγο στον ερχομό του φεγγαριού της χάσης. Να ιδή το πορφυρό αστέρι ν’ αναπηδάη, άνισο κι αινιγματικό, απ’ το σκοτάδι του αιθέρα. Θέλει να νιώση τις καχεκτικές αχτίδες του να σκορπάν φωτερό αίμα απάνω στα άσπρα σεντόνια της, στο θαλασσί νυχτικό της, στο ξανθό δέρμα της. Η κουφόβραση της σφίγγει το λαιμό, της βαραίνει το στέρνο. Με νευρική χειρονομία λευτερώνει τους πλούσιους μαστούς της, τους παραδίνει στο χάδι των φωτοσκιάσεων. Είναι λίγο γοργή η ανάσα της, λίγο ατίθαση η φαντασία της. Ονειρεύεται να πετάξη μακριά, πάνω από θάλασσες, ερήμους, δάση κι οροπέδια, προς τα πέλαγα και τα λιμάνια όπου η «Χίμαιρα» λικνίζεται. Λαχταράει να ξαπλωθή στο κρεβάτι της καμπίνας του καπετάνιου, εκεί που πρωτόνιωσε τη γλύκα του άντρα, πλάι στο μοναδικό άντρα που δόνησε τα σπλάχνα της.
Μα δεν μπορεί. Παρ’ όλη την προσπάθεια να δημιουργήση μια τέτοιαν εικόνα, η φαντασία της δεν κατορθώνει να τη συλλάβη. Αδιαφορεί αν πάνω σ’ εκείνο το κρεβάτι, το πλανεμένο κι αλήτικο, μια άλλη γυναίκα κυλιέται κάτω απ’ το κορμί του άντρα της, μολονότι μαντεύει πως αυτό γίνεται, πως έτσι είναι. Στην ψυχή της δεν χωράει ζήλεια. Χαμογελάει μ’ επιείκια για τις σαρκικές παρεκτροπές του Γιάννη. Δεν έχει σημασία αυτό· δεν την απατάει με την ψυχή του. Είναι απόλυτα βέβαιη πως φλέγεται να ξανάρθη στο νόμιμο κρεβάτι, στην αγκαλιά της μοναδικής γυναίκας του.
Στριφογυρνάει το κεφάλι της πάνω στο μαξιλάρι, σα να πασχίζη να διώξη κάποιαν κακήν εικόνα. Τα μάτια της πεταρίζουν μέσα στο σκοτάδι των κλειστών βλεφάρων. Ξαναθυμάται τα λόγια του Καστρινού για το Μηνά. Δεν είναι σωστό να γλεντάη έτσι, φανερά κι απερίσκεπτα, με ύποπτες γυναίκες. Αν το μάθη η Λιλή θα στενοχωρεθή, θα πονέση. «Ας πονέση. Αυτός είναι ο κλήρος της γυναίκας που αγαπάει. Ας πονέση.»
Η ζέστη την πνίγει. Με κίνηση απότομη λευτερώνει το κορμί της από την εκνευριστική επαφή του νυχτικού. Τώρα είναι ολόγυμνη, πιο λευκή κι απ’ τα λευκά σεντόνια. Είναι ελκυστική· είναι όμορφη. Ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει το κορμί της, από τις απαλά ρόδινες σφαίρες της φτέρνας ως τους μελαχρινούς κύκλους των μαστών. Θυμάται τους άντρες που το νεμήθηκαν χωρίς να το δονήσουν. Αναλογιέται όσους το πεθύμησαν, γνωστούς κι άγνωστους: ένα σμάρι σερνικά, μαγεμένα απ’ την κυρίαρχη ομορφιά της. Συλλογιέται τον άντρα που της χάρισε την ηδονή: τον άντρα της. « Ο κλήρος της γυναίκας π’ αγαπάει είναι ο πόνος. Εγώ, πότε πόνεσα; Και πώς πόνεσα;»
Το φεγγάρι ψηλώνοντας, εξαγνίζει το ματωμένο δίσκο του στα ουράνια νάματα. Τώρα το κορμί της είναι ωχρό, αχνό σαν κέρινο και κεχριμπαρένιο· είναι σαν άυλο κι ανύπαρχτο. Νοιώθει τους μαστούς της βαριούς, γεμάτους χυμούς. Κάποια υποδόρεια δύναμη τους ανασαλεύει ρυθμικά. Οι θηλές περιστρέφονται κι ορθώνονται σαν πρόκληση στον Πρίαπο, το θεό της γονιμότητας. Με τις υγρές παλάμες της προσπαθεί να γαληνέψη την τρικυμία του στήθους, ν’ απωθήση τους ατίθασους χυμούς στο βάθος του κορμιού. Μια ηδονική νάρκη της βαραίνει τα βλέφαρα· ένας ευχάριστος ερεθισμός πλημμυράει το στέρνο της.
Κι έξαφνα η εικόνα του άντρα, που αυτό το κορμί τον πεθύμησε, προβάλλει τυραννική κι απροσδόκητη, πίσω απ’ τα σφαλιχτά της βλέφαρα. Κύμα ντροπής την αναταράζει σύγκορμη. Περιστρέφεται μαρτυρικά, γυρίζει μπρούμυτα, κρύβει το πρόσωπό της στο μαξιλάρι, λαχανιασμένη από την αγωνία που της γέννησε το σύντομο όραμα· κι αποκοιμιέται με τα χέρια αγκιστρωμένα στις σκληρές σάρκες των μαστών. Το φεγγάρι φωτίζει τα ξανθά μαλλιά, τον ανήσυχο τράχηλο, τη χυτή ράχη. Οι μηροί φυτρώνουν σαν πλούσιοι κορμοί στη γόνιμη γη των γλουτών και των λαγόνων. Ριγεί το δέρμα της κνήμης ανήσυχο, νευρικό. Και το πόδι, οδυνηρά συσπασμένο, είναι μια τριανταφυλλένια πρόκληση στα κεχριμπάρια της σελήνης.
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 179-182

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου