Η Τήνος δεν παρουσίαζε άλλο ενδιαφέρον, εκτός από το φαινόμενο της Παναγίας. Η Μαρίνα είχε ακούσει πολλά και διάφορα για τη θαυματουργή εικόνα και την επιρροή της φήμης της στις μεγάλες μάζες των ορθοδόξων. Τ’ άκουσε με όλη την επιφύλαξη της ορθολογικής βιοθεωρίας της. Δεν πίστευε πια στην ιδέα της θεότητας. Μα η περιέργειά της – η βασισμένη στο ορθολογικό αντίκρισμα των βιοτικών δεδομένων – ήταν πάντα ξύπνια, έτοιμη για παρατήρηση, μελέτη και κριτικό στοχασμό. Έτσι, ένα ηλιόλουστο πρωινό ξεμπάρκαρε στο μουράγιο της Τήνος με τη φαντασία πολύ ξαναμμένη. Ανέβηκε τον ανηφορικό πλακόστρωτο δρόμο με κόπο, έχοντας ν’ αντιπαλαίση το δυνατό μελτέμι, που κατέβαινε απ’ το βουνό με άταχτες ριπές. Ήταν προετοιμασμένη γι’ αυτό που υπόθετε πως θα έβλεπε, γιατί το θέμα τής ήταν γνωστό απ’ τις μελέτες της. Πίστευε ότι η δογματική διαφορά του ορθόδοξου χριστιανού απ’ τον καθολικό δεν ήταν τόσο σημαντική, όσο η θρησκευτική ψυχοσύνθεση του Γερμανού απ’ το Μεσογειακό. Μεγαλύτερη ψυχική συγγένεια έχει ο καθολικός της Φλάντρας με το διαμαρτυρόμενο της Σουηδίας, παρά με τον καθολικό της Σικελίας. Κι αντίθετα, περισσότεροι οι κοινοί θρησκευτικοί χαραχτήρες του ορθόδοξου της Σύρας με τον καθολικό της Ανταλουσίας, παρά με τον ορθόδοξο της Πολωνίας. Θυμόταν το θυμόσοφο αφορισμό του Ανατόλ Φρανς: «ο άνθρωπος ποιεί τον θεόν κατ’ εικόνα και ομοίωμά του» και χαμογελούσε. Θυμόταν και τη θρησκευτικήν ιστορία του ελληνικού λαού, από την εποχή των Αιγαίων ως το γκρέμισμα του Βυζάντιου (η κατοπινή ιστορία των Ελλήνων δεν της ήταν πολύ γνωστή), με τις τεράστιες εναλλαγές πίστης και σκεπτικισμού, ψυχικής ανάτασης προς το νόημα του θείου και χαμηλής δεισιδαιμονίας, φωτισμένης ενατένισης των μεταφυσικών προβλημάτων και στενοκέφαλου φανατισμού. «Τι παράξενος λαός! Και πόσο τρομαχτικά τεράστιες – σχεδόν ακατανόητες – οι μεταπτώσεις του, από την κυριαρχική ρωμαλεότητα στον πιο εκφυλισμένο ξεπεσμό!» Εδώ και οχτώ μήνες που ήταν στην Ελλάδα, η γνωστική της περιέργεια την παρακίνησε να κατανοήση τη θρησκευτική στάθμη του σημερινού Έλληνα· μα δεν μπόρεσε να βγάλη θετικά συμπεράσματα. Λόγου χάρη ο Γιάννης, ο άντρας της, – άνθρωπος με γερό μυαλό, υγιή ψυχή και αρκετή μόρφωση – ούτε πίστευε ούτε δεν πίστευε στην ύπαρξη του θεού. Απλώς, το ζήτημα αυτό τον άφηνε αδιάφορο, δεν του δημιουργούσε την παραμικρή ανησυχία. Κι όμως, κάθε βράδυ έκανε το σταυρό του, λέγοντας ένα «δι’ ευχών». Τη Μεγάλη Βδομάδα νήστευε και παρακολουθούσε την ακολουθία του Επιταφίου και της Ανάστασης. Γιατί; Από δεισιδαιμονία; Φοβόταν πώς αν δεν έκανε τούτη την ελάχιστη παραχώρηση στις απαιτήσεις του θεού, θα τον έβρισκε κάποιο κακό; Ο ίδιος της είπε γελώντας πως κάποτε, στο Λονδίνο, ξέχασε ότι ήταν Μεγάλη Παρασκευή κι έφαγε μπιφτέκι. Ο δεισιδαίμων δεν πέφτει σε τέτοιες αμνησίες, ούτε τις διηγείται γελώντας. Συνεπώς όχι, ο Γιάννης δεν ήταν δεισιδαίμων· μα έκανε αυτές τις επιφανειακές παραχωρήσεις στη θρησκεία που ανήκε τυπικά, παρακινημένος μονάχα από την παλιά του διαπαιδαγώγηση, τη συνήθεια και την κοινή συμβατικότητα. Παρόμοια ακριβώς ήταν κι η θρησκευτικότητα των ανθρώπων της συριανής αστικής κοινωνίας. Η πεθερά της όμως – η αμόρφωτη γυναίκα του λαού – είχε κάποια πίστη ζωντανότερη κι ειλικρινέστερη, μα οπωσδήποτε απλοϊκή, θεμελιωμένη ψυχικώς στο ένστιχτο. πνευματικώς στη δεισιδαιμονία και το δέος των μεταθανάτιων κυρώσεων. Από την άλλη μεριά, οι δυο μοναδικοί Έλληνες με πλατιά καλλιέργεια και δυνατή προσωπικότητα που γνώρισε – ο Ανθεμίου κι ο Μηνάς – είχαν δικές τους αντιλήψεις για το θεό, εντελώς άσχετες με την εθνική και κοινωνική τους υπόσταση, που οπωσδήποτε δεν αντιπροσώπευαν τίποτα από την ελληνική πραγματικότητα. Απόμεναν οι λογοτέχνες. Από αυτούς, ο Παπαδιαμάντης είχε έντονη «ορθόδοξη χριστιανική» θρησκευτικότητα, αλλά εντελώς δεδομένη, μάλλον τυπολατρική και στερημένη από κάθε ανησυχία. Των άλλων σημαντικών, η θρησκευτικότητα ήταν καθαρά φιλολογική κι ολότελα αντικειμενική. Οι ελάχιστοι θρησκευτικοί στίχοι του Σολωμού, δεν έπειθαν ότι ανάβλυσαν από ψυχή φλογερού πιστού. Ο θεός του Κάλβου, εγκεφαλικός και νεμεσιακός, θύμιζε φοβερά το Γεχωβά της Παλαιάς Διαθήκης και των πουριτανών. Ο Παλαμάς – Έλληνας ως το στερνό κύτταρο του κορμιού του – αντιμετώπιζε τη θρησκεία μονάχα σαν στοιχείο του ελληνικού ιστορικού μεγαλείου, υμνώντας το Δία, το Ναζωραίο και τον αγνωστικισμό, με συνείδηση καθαρή πως έτσι εκτελεί το ποιητικό του χρέος προς την ιδέα του Ελληνισμού, που γέννησε, δόξασε και γκρέμισε όλους τους θεούς κι όλες τις ιδέες. Παρόμοια περίπου είναι και η περίπτωση του Σικελιανού, αλλά πολύ ασυνεπέστερη λογικά, εφόσον θεμελιώνεται στην εξωφρενική ανεδαφικότητα να συγχωνευθούν και να κυριαρχήσουν – μέσα στον εικοστό αιώνα – ο νεκρός Ορφισμός κι ο διασπασμένος Χριστιανισμός. «Τι έλλειψη ιστορικού κριτηρίου!» απορούσε η Μαρίνα. «Ωσάν ο Χριστιανισμός να μην ήταν η ιστορικώς συνεπής εξέλιξη του Ορφισμού! Κι όμως, αυτός ο άκριτος άνθρωπος, τι εξαίσιος ποιητής που είναι!»
Μ. Καραγάτσης
«Η Μεγάλη Χίμαιρα»
σελ. 84-87
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου