Ο Παπούς γεμίζει τα πιάτα. Βάζει στο δικό σου δυο κομμάτια παστουρμά τα πιο μεγάλα, και στου Τόνη ένα. Κάνεις πως δε βλέπεις κι αρχίζεις να τρως, πεινάς πολύ. Μα ο παστουρμάς δεν κατεβαίνει. Αφήνεις ένα κομμάτι στην άκρη του πιάτου, τάχα πως δε σ’ αρέσει και πολύ. Μόλις τρως τη φέτα το ψωμί ο Παπούς κόβει άλλη, και με τη λεπίδα του σουγιά τη στέλνει πλάι στο πιάτο σου. Έτσι παρακολουθεί, μια το ψωμί και μια το φαγητό σου, και στέλνει τις φέτες, πολύ ψιλές. Παλιό συνήθειο του, το κουβεντιάζανε και στο Κάιρο. Ψωμί δεν αρνήθηκε ποτέ, αλοίμονό σου όμως αν σηκωθείς κι αφήσεις κανένα κομμάτι. Σε αναγκάζει να ξανακαθίσεις και να το φας. Κι αν είναι κάποιος ξένος ή μεγάλος, ο Αντουάνος καλή ώρα, και δεν πάει να τον ζορίσει, ο Παπούς μένει και τρώει όλα τ’ αποκόμματα και τα ψίχουλα. Σκουπίζεις το πιάτο σου με την τελευταία μπουκιά. Πλάι σου πέφτει καινούρια φέτα. Για να φας το κρέας, σου λέει και σε κοιτάει. Το κούτελο του μοιάζει με μαραγκιασμένη πατάτα, μα τα μάτια του είναι δυο φουντουκάκια φωτισμένα. Όλα τα καταλαβαίνει. Ύστερα βγάζει μέσα από την τσέπη δυο καϊσιά και βάζει το ένα μπρος στο πιάτο σου και το άλλο στου Τόνη. Τελειώσατε, ο Παπούς φεύγει για το περιβόλι, ο Τόνης πάει στην τρούμπα, κι εσύ στην κουζίνα για να πλύνεις τα πιάτα. Όλος ο τόπος εκεί μυρίζει φανικό. Δε σ’ αρέσει να μπαίνεις στην κουζίνα. Η Τσερβουλού σκληρίζει κατάρες και βρισιές μέσ’ απ’ τις μπουγκανβίλιες. Πέφτετε για το μεσημεριάτικο ύπνο φορώντας ακόμα τα μπανιερά. Τ’ αλάτια και τα χώματα θα τα ξεπλύνετε τ’ απόγεμα, αν είναι να πάτε για σεριάνι.
Τ’ απόγεμα ο Τόνης παραστέκεται στην τουαλέτα σου. Σου χύνει από τον κουβά, πασπατεύει το σβέρκο και τα μπράτσα σου για να δει αν πονάς: Το βράδι θα σε αλείψω με ξύδι και κόλλα. Διαλέγει ένα ωραίο διχάλι και σου το χαρίζει. Όσο για λάστιχα, κάτι θα γίνει, του βρίσκονται λίγα γροσάκια. Ύστερα ντύνεστε. Εκείνος φοράει τα χτεσινά. Δείχνεις ένα γκρίζο παντελονάκι με μπρετέλες, από παλιό ρούχο του Πατέρα, το εγκρίνει. Τα πουκάμισά σου όμως τ’ απορίπτει, είναι ή μπαλωμένα ή δείχνουν μεγαλίστικα. Τραβάει μια φανελλίτσα με κοντό μανίκι, δεν ξέρεις πώς την έβαλε η Μητέρα στη βαλίτσα, πότε. Σου την φοράει. Μάλιστα. Φτάνετε στα σάνταλα. Έχεις φέρει καινούρια μα είναι φτηνοπράματα. Βρωμούν τομάρι μισογναμένο και χημικά. Τον απελπίζει το χρώμα τους, ένα κρεμυδί προς το κίτρινο. Τα δικά του είναι καφεδιά, λιγάκι παλιωμένα, δείχνουν όμως πλούσια. Τέλος πάντων, με την πρώτη ευκαιρία, να τους περάσεις ένα σκούρο βερνίκι και θα σπάσει η κιτρινίλα, έτσι παρηγοριέται.
― Πάμε γρήγορα, συνεχίζει, πριν μας κολλήσει το Θωμαδέικο.
Εννοεί τη Θάλεια και τ’ αδέρφια της. Μαμά, πηγαίνουμε, φωνάζει. Στην ευχή, αποκρίνεται η Θείτσα. Από το χωματόδρομο ανεβαίνετε ως τους παλιούς στάβλους, στρίβεται δεξιά και βρίσκεστε στο περιβόλι του Παπού. Εκεί ο Τόνης σου λέει να σωπάσεις και μ’ ένα σάλτο καβαλικεύει τη μάντρα. Τεντώνει τ’ αφτί. Από τον ήχο του νερού στη χαβούζα καταλαβαίνει αν ο Παπούς δουλεύει κοντά ή μακριά. Είναι στην άλλη άκρη, σου λέει. Γέρνει, αρπάζει ένα κλαδί και κόβει τέσσερα μούσμουλα. Μήτε τα δοκιμάζει. Όπως είναι τα πετάει μέσα στο περιβόλι και κατεβαίνει.
Στρατής Τσίρκας
«Ακυβέρνητες πολιτείες – Η νυχτερίδα»
σελ. 130-132
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου