Ο Αντουάνος κατοίκησε πρώτος το οικόπεδο. Ήταν Χιώτης, και στο μεγάλο σεισμό του 81 έχασε μέσα από τα μάτια ένα κοριτσάκι του. Είδε τη γη να σκίζεται και να το καταπίνει. Κι η συχωρεμένη η Θεία Αγγελικώ της ήρθε τρέλλα, έπεφτε στα πόδια του: Πάρε μας, Αντουάνο, στην ψυχή του παιδιού μας σ’ εξορκίζω πήγαινέ μας όπου θες, εδώ η γη είναι καταραμένη απ’ το Θεό. Μπήκαν μ’ άλλους πρόσφυγες στα βαπόρια κι όπου τους βγάλει η άκρη. Η Νόνα κι ο Παπούς ήταν και κείνοι στα πανιά: Στα Γεροσόλημα, τους φώναζαν, εκεί να πάτε, θα ’ρθούμε και μεις, εκεί είναι η Βασιλική. Αλλά το βαπόρι τους έβγαλε στην Αλεξάντρεια. Στο λιμάνι ήταν ένας κόντες πάνω σε μόνιππο κι εξέταζε τους πρόσφυγες με το μονύελο. Ο Αντουάνος, ντερέκι ως εκεί πάνω κι ομορφάνθρωπος. Έλα εδώ, θες να δουλέψεις; του λέει. Από πού ήρθες του λόγου σου, ρωτάει πειραγμένος ο Αντουάνος. Κι ο κόντες: Χιώτης είμαι κι εγώ, από τους παλιούς, ο κύρης μου ήρθε με τους άλλους, της Σφαγής. Τόκα το, αφεντικό, έρχομαι. Κι ο κόντες τους ήφερε στις ερημιές του Προφήτου Ηλία, τους έδειξε το οικόπεδο: Βολευτήτενε τους είπε. Κι ύστερα πήρε τον Αντουάνο στο μόνιππο και τριγυρίζανε. Τα βλέπεις όλα τούτα, δικά μου είναι, τόση γης μήτε μια μπουκιά ψωμί δεν πιάνει. Θα πάρει αξία μα πότε, το κοκκαλάκι μας δε θα βρίσκεται. Εγώ, που λες, σε θέλω τώρα, για φύλακα. Κοιτάς εκείνο το βουναλάκι, και τ’ άλλο πλάι του με τα γαϊδουράγκαθα; Τρυγόνια, το καλύτερο πόστο. Ξέρεις από κυνήγι; Ξέρω, του λέει ο Αντουάνος, τρυγόνια, πέρδικες, μπεκάτσες… Εδώ σε θέλω λοιπόν, να μου φιλάς το πόστο, γιατί έρχονται κάτι ρουφιάνοι Εγγλέζοι και ντουφεκάνε χωρίς να μου γυρέψουν την άδεια. Κοίτα που σου μιλώ. Και να ρίξεις κανένα τους μη σκοτιστείς, θα ’σαι μέσα στο δίκιο σου. Θα σου στείλω υλικά να χτίσεις σπίτι… Όχι σπίτι, θέλω παράγκα, τον έκοψε ο Αντουάνος. Παράγκα; Βρε τόσο σας φοβέριξε ο σεισμός; Ας είναι και παράγκα, τι να κάνουμε. Θα σου δόσω και δίκανο, δέκα χαρτούτσες το μήνα, κι ένα εικοσόφραγκο. Το μήνα; ρώτησε ο Αντουάνος. Το χρόνο, βρε Χιώτη, το χρόνο· από κυνήγι σκαμπάζεις λες, ψαράς θα έκανες, τίποτα μανταρινιές θα φρόντιζες στη Χίος, τι θες, τον περίδρομο; Εδώ δεν έχει αγάδες να σε ξεζουμίζουνε, αγάς είμαι εγώ. Αφεντικό, του λέει Αντουάνος, κάνε τα δυο τα ναπολεόνια κι εγώ θα σου φέρνω τους Εγγλέζους κρεμασμένους απ’ τα πόδια σαν μπεκάτσες. Σταμπένε, είπε ο κόντες, και κράτησε χαραχτήρα ως τα τελευταία του.
Πρώτα ο Αντουάνος φύτεψε το σκίνο κι ύστερα έβαλε να μαστορεύει την παράγκα. Είδε χρόνια μαύρα, μα γνώρισε και μέρες ευτυχίας. Έκανε μια μάντρα παιδιά, μερικά του πεθάνανε, ένας σκοτώθηκε στους βαλκανικούς, άλλο ξενιτεύτηκε στην Ελλάδα ή στην Αμερική. Οι κόρες του καλοπαντρεύονταν, ήταν όμορφες, από κείνον παίρνανε, κι η πιο μεγάλη έκανε ξενοδοχείο στο Πορτ Σάιτ και τον φώναξε κοντά της, μπας και του αλλάξει τα μυαλά, που ήθελε τώρα στα γεράματα να ξαναγυρίσει στη Χίος, ν’ αναπάψει τα κόκκαλά του πλάι στο Βιργινιώ. Δεν είχε παρηγορηθεί ποτέ για κείνο το κοριτσάκι του. Η παράγκα τους έμενε τώρα κλειστή και τα κλειδιά της τα σήκωνε πάνω του ο Παπούς και δεν τα έδινε κανενός.
Μα τη παράγκα πιο πολύ τη φύλαγε η σκιά του σκίνου. Είχε θεριέψει μέσα σε σαράντα χρόνια, κι ήταν ο κορμός του σαν κάστρο, με μια κουφάλα που χωρούσε άνθρωπο, και τα κλαδιά του απλώνονταν, δυνατά και στριμένα, πάνω από την παράγκα, πάνω από το μονοπάτι, φτάνοντας ως τα κεραμίδια της άλλης. Το φύλλωμά του ήταν δασύ και σκοτεινό και κάπως μυστήριο, και δεν ήξερες ποτέ όταν σήκωνες τα μάτια από κάτω του, αν εκεί πάνω ήτανε γάτα ή άνθρωπος σκαρφαλωμένος και σε παραφύλαγε. Κι όταν ερχόταν η άνοιξη γέμιζε ο σκίνος λουλουδάκια κίτρινα σα μικρούτσικα κύπελλα όλο γύρη και μέλι, και πέφταν πέφταν βροχή κάνοντας μια ποδιά γύρω απ’ το γέρικο κορμό, γύρω απ’ το στρογγυλό παγκάκι που τον έζωνε. Κι έρχονταν οι μέλισσες και οι σφήκες, κι όλος εκείνος ο όγκος γέμιζε βουητό. Κι όσα λουλουδάκια γλύτωναν δένανε κατόπι και γίνονταν κάτι μικρά πράσινα βωλαράκια τσαμπιά τσαμπιά. Και στο έβγα πια του καλοκαιριού βάφονταν κόκκινα κι ήταν στεγνά σαν καμωμένα από ταρταρούγα, κι έτσι απόμεναν ως τα Χριστούγεννα. Κι οι φράγκοι που δεν είχανε λεφτά να φέρουν από τα μέρη τους χου, έρχονταν και έκοβαν από τούτα τα τσαμπιά με λίγα φύλλα μαζί, και τα κρεμούσαν πάνω από την πόρτα τους κι όποιος τη διάβαινε έπρεπε να σταθεί: τον φιλούσε όποιος ήθελε. Και το φθινόπωρο έρχονταν τα μπεκαφίκια και τιτιβίζανε και τρώγανε τα μυγαράκια και τα μερμήγκια που γιόμιζα το δέντρο, κι ύστερα έρχονταν τα κιτρινοπούλια και οι κεφαλάδες, που τρώγανε τις κάμπιες. Και τα παιδιά με τις σφεντόνες σημαδεύανε από κάτω και ρίχναν. Κι από τις σκισματιές του γεροσκίνου έσταζε και κρεμόταν κόμποι από μαστίχι, που μοσκοβόλαε μέσα στο στόμα, πικρό και πιπεράτο.
Στρατής Τσίρκας
«Ακυβέρνητες πολιτείες – Η νυχτερίδα»
σελ. 70-73
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου