Κουβεντιάζοντας άνοιξε την πόρτα και μ’ έβγαλε στο μπαλκόνι. Τότε φάνηκε η θάλασσα, λαμπερή και γαλήνια, και μου έκοψε την ανάσα. Στον ουρανό ακινητούσαν γεμάτα φως κάτι μεγάλα σύννεφα. Αντίκρυ μας, πάνω στ’ αρχαίο νησί Φάρος, το Κάστρο του Καΐτ Μπέη, βαρύ και βουβό, καθρεφτιζόταν ολόκληρο μέσα στο νερό σαν τουριστική ακουαρέλα. Σκύψαμε για να πάρουμε με το μάτι γιαλό γιαλό τον Ανατολικό Λιμένα και ν’ ανεβαίνουμε για το Ράμλι. Είχα την αίσθηση πως βρίσκομαι στο διάζωμα κάποιου σταδίου ή αρένας. Εκεί κάτω δεξιά, στο ακρωτήρι της Σιλσίλα – ή Λοχιάς του Στράβωνα, είπε ο Παράσχος – με τα καμουφλαρισμένα τηλεβόλα, με τους προβολείς και τ’ ακουστικά μηχανήματα για τις αεροπορικές επιδρομές, θα ήτανε τ’ αποδυτήρια. Κάποια πόρτα θ’ άνοιγε και θα ξεμπουκάριζε ο ταύρος. Κι ύστερα, τα φιδωτά λυγίσματα της παραλίας, η θηλυκάδα της, οι δισταγμοί της, οι άξαφνοι κόλποι που ανοίγονταν, κι η απαλή αμμουδιά, η κίτρινη. Ο Παράσχος με τεντωμένο δάχτυλο έδειχνε μακριά και μου εξηγούσε. Πήρε για σημάδι μια πολυκατοικία πλάι στη Σιλσίλα, με αστραφτερή ταμπέλα, ύστερα πιο ανατολικά το Ελληνικό Νοσοκομείο στη λεωφόρο Αμπουκίρ. Ανάμεσα τους έπεφταν τα κοιμητήρια του Σάτμπυ. Εκεί λυώναν τα κόκκαλα του Αντουάνου, δίνοντας πίσω στη γη τις λίγες ουσίες που της είχε δανειστεί για να ζήσει. Μήτε πήρε μαζί του μήτε άφησε στους δικούς τίποτε – μόνο μνήμες.
― Ε, και να σηκωνόταν ο Αντουάνος, είπε. Με τη μαγκούρα του, με τα πεταλωμένα του άρβυλα και τη βαρειά πατημασιά. Πόσο θα ευφραινόταν η ψυχή του να κοιτά τη σημερινή Αλεξάντρεια, φτυστή όπως την οραματιζότανε. Και δόστου θα ’τριβε το ρυτιδωμένο του σβέρκο, γεμάτος ευχαρίστηση. Μωρέ κοκορόμυαλοι, μας έλεγε, μωρέ βάλτε το καλά στο κακάρι σας, μουσαφιρέοι είμαστε, τι θαρρείτε; Ήρταμε, καλοκάτσαμε, κάναμε παιδιά κι εγγόνια. Ωραία. Μα ο νοικοκύρης κοιμότανε. Αμέ; Να τον ξυπνήσουμε, λέω. Να του ζητήσουμε το ελεύθερο, να μας πει κοπιάστε, για να γίνει το σωστό, να συψυχωθούμε κι εμείς. Γιατί, αν ξυπνήσει καμιά φορά, που θα ξυπνήσει, και μας βρει θρονιασμένους εδώ, θα μας δόσει μια κλωτσιά στα πισινά και θα μας ρίξει στη θάλασσα. Και δε θα μπορούμε να βγάλουμε τσιμουδιά γιατί θα ’χει δίκιο. Μην ακούτε μωρέ αυτούς τους χαρτογιακάδες και τους πουδραρισμένους. Αυτοί είναι φράγκοι. Φράγκικα μιλούνε στα σπίτια τους, φράγκους νταλαβερίζονται, φράγκικα μολογάνε. Ο νους τους είναι στον παρά, ό,τι αρπάξουνε να παν να το ξεκοκκαλίσουν στας Ευρώπας. Δεν είναι ο τόπος τους αυτός, δεν τον πονούνε. Η γης αυτή είναι νταρντάνα, είναι γεμάτη αυγά, όπως οι κέφαλοι που κατεβαίνουνε τον Αύγουστο και τους ψαρεύουμε με το πεζόβολο. Μα για να γκαστρωθεί και να γενοβολήσει θέλει κότσια, μωρέ θέλει λαχάνιασμα, θέλει ξεπάτωμα. Πού να την προφτάσουμε εμείς οι μουσαφιρέοι. Αυτή γυρεύει τον αφέντη της. Δόστε τη σε τούτους εδώ, που ’ναι δική τους, και να δείτε. Θα γεμίσουν ανθρωπάκια όλη την αχτή, θα χτίσουν οκέλες και φάμπρικες, σκολειά και θέατρα, θ’ ανοίξουν δρόμους και δρομάκια, θα φτιάξουν καφενεία να κάθεσαι να πίνεις τη μαστίχα σου και να μιλάς με το Θεό. Θα φυτέψουν πάρκα. Θα σκεπαστεί με κόκκινα φέσια και μαύρες μελάγιες όλη τούτη η κιτρινίλα, όπως γεμίζει παπαρούνες η έρημο κάθε άνοιξη.
― Ήταν σοσιαλιστής ο μπάρμπας, βρε Παράσχο;
― Τίποτα δεν ήτανε, είχε θεό δικό του. Είχε νου και καρδιά. Ήτανε δίκαιος. Μα την Αλεξάντρεια που ονειρευόταν την έχω τώρα μπρος μου και δεν τη χαίρομαι. Πιο όμορφη μου φαινόταν μέσα από τ’ όνειρο του Αντουάνου.
Στρατής Τσίρκας
«Ακυβέρνητες πολιτείες – Η νυχτερίδα»
σελ. 31-33
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου