Στην Πυλαία, μονάχα ο ψάλτης δεν ήθελε να σεβαστεί τον Ελισσαίο, να του δηλώσει σέβας. Επειδή ο παπάς του είχε πει ο Ελισσαίος είναι αγύρτης πλάνος και ειδώλων λάτρης. Μία ημέρα που μπήκε στην εκκλησία ο Ελισσαίος κρατώντας ένα αλεπόπουλο άρρωστο, ο ψάλτης σταμάτησε το τροπάριο στη μέση και ο παπάς βγήκε στην Ωραία Πύλη και είπε στο εκκλησίασμα η λειτουργία απόλυσε, κοπιάστε για το αντίδωρο. Ο Ελισσαίος δεν έφυγε. Κρατώντας το αλεπόπουλο ρώτησε τον ψάλτη είν’ εδώ κανείς δικός σου; Και ο ψάλτης του έδειξε τη θυγατέρα του, δεκαεννέα χρονών λιγνή και σαν σκυφτή, έπαιρνε το αντίδωρο από το χέρι του παπά. Ο Ελισσαίος την εκοίταξε με σφοδρό βλέμμα. Και σε οχτώ ημέρες το κορίτσι κατήρθε, έχασε βάρος, δεν ήθελε να φάει, δεν ήθελε να παντρευτεί, κοιμόταν εκεί που ύφαινε στον αργαλειό της και μόλις περπατούσε έχανε βάρος. Παπάς και μαμή της έκαναν τα όσα ήξεραν, τίποτα. Το κορίτσι ήρθε κι έφεξε. Ο Ελισσαίος δεν πήγαινε να τους επισκεφθεί, περίμενε. Όμως ο ψάλτης δεν τον καλούσε, εμπόδιζε και ο παπάς, ειδώλων ακόλουθος θα γιάνει το κορίτσι σου; του είπε. Καλύτερα νεκρό με το Θεό, παρά ζωντανό με δαιμόνων θεραπευσία.
Ο Ελισσαίος τότε πήγε και ψώνισε απ’ το μαγαζί του ψάλτη, εσύ φταις που ασθενεί η κόρη σου, του λέει. Το ’παθες αυτό διότι έχεις ρίξει χώματα πάνω σε πρόσωπο αγίου. Και επειδή ο ψάλτης δεν επίστευε, βάλε του λέει να σκάψουν στα πάνω σύνορα του χωραφιού σου στην αγριελιά και θα πιστέψεις, εγώ πληρωμή δεν ζητάω.
Πλήρωσε για τα όσα ψώνισε, έφυγε.
Όμως η γυναίκα του ψάλτη πήγε η ίδια μια κουλούρα ανεβατή στον Ελισσαίο. Πρόσφορα ήθελε να του φτιάξει, όπως φτιάχνουν στους αγίους όταν έχουν την ονομαστική τους εορτή, αλλά φοβήθηκε μην ασεβήσει, δεν ήταν και σίγουρη πως ο Ελισσαίος είχε υψωθεί στην τάξη των αγίων και των οσίων ακόμη. Του την άφησε στην πόρτα του χάμω αμίλητη. Μόνο προσκύνησε.
― Στο πάνω σύνορο του χωραφιού σας, δίπλα στη νεροτριβή να σκάψουν, κατά τον Άγιο Χριστόφορο, της είπε. Στα χέρσα, στην αγριελιά δίπλα.
Σκαφτιάδες ξελάκκωσαν σπιθαμή τη σπιθαμή το χωράφι του ψάλτη, γρήγορα τους φώναζε η ψάλταινα, το κορίτσι μου μικραίνει. Τη δέκατη πέμπτη μέρα πέσαν πάνω στη λευκή κόρη, σκιαγμένοι: κειτόταν ανάσκελα και κοίταζε τον ουρανό. Πιστεύεις τώρα; ρώτησε ο Ελισσαίος τον ψάλτη. Ο άλλος πίστεψε. Ο Ελισσαίος ξεκόλλησε κάτι ρίζες από τα στήθη της κόρης, ετούτες οι ρίζες θα ξαναστήσουν το παιδί σου, του είπε. Σηκώστε την τώρα τη λευκή κόρη και πάτε να την αποθέσετε στην εκκλησία μέσα, πλάι στον δεσποτικό θρόνο.
― Ποια παριστάνει η γυναίκα ετούτη; ρώτησε ο ένας σκαφτιάς.
― Είναι η Μήτηρ Θεού, δεν εννόησες; είπε ο Ελισσαίος.
― Παναγιά; Ξεστηθιασμένη;
― Εσένα πώς σε βύζαινε η μάνα σου;
Οι σκαφτιάδες τη φοβήθηκαν επειδή τα μάτια της είχαν αδειάσει, δεν κοίταζε, έβλεπε όμως. Μήτηρ Θεού η αόμματη την ονόμασε ο Ελισσαίος, κι αν θες την κόρη σου να παραμείνει ζωντανή, να τη φιλοξενήσετε τούτην εδώ στην εκκλησία. Όμως ο παπάς αγρίεψε. Εγώ ζωγραφιστές τις ασπάζομαι τις καλές Παναγίες, όχι πελεκητές σε μάρμαρο, Παναγίες λειψές!
― Είναι Παναγία αρχαία, η Παναγία των αρχαίων προγόνων σου, του είπε ο Ελισσαίος και της εκάλυψε τα στήθη με το ρούχο του. Ενθρονίστε την στην εκκλησία γρήγορα, αν θέλεις το κορίτσι σου να ζήσει, είπε στον ψάλτη. Ο παπάς όμως του αρνήθηκε.
―Εγώ τον ναό δεν τον κάνω ειδωλείον, είπε, και μακάρι κι ας πεθάνει το κορίτσι.
Και σε μία βδομάδα το κορίτσι πέθανε. Ο Ελισσαίος παραστάθηκε στην ολονυχτία της, εγώ το προείπα, πλην ο ιερέας σας δεν εισάκουσε, είπε στους μαυροφορεμένους γονείς και αδέρφια της. Και ο ψάλτης είπε θ’ αρνηθώ να της ψάλω την κηδεία της με τούτον εδώ παρόντα. Και ο παπάς εθύμωσε και είπε εγώ δεν την κηδεύω. Όμως η ψάλταινα πρόλαβε: ζαλώθηκε το φέρετρο και το πήγε στην εκκλησία, το κορίτσι μου να μου το ψάλουν στην εκκλησία που μου το βάφτισαν είπε του αντρός της. Κι εκείνος υποχώρησε.
Και την άλλη μέρα προχωρούσε το χωριό ολόκληρο προς την εκκλησία, για την ακολουθία του κοριτσιού. Μπροστά οι δικοί της. Και στο προαύλιο του ναού στεκόταν ο Ελισσαίος, σαν οικοδεσπότης, να τους υποδεχτεί. Κρατούσε το αλεπόπουλο, τώρα είχε γίνει καλά αυτό και μόλις οι πενθούντες πλησίαζαν, ο Ελισσαίος το άφησε, εκείνο χύθηκε πάνω από τους τάφους και έφυγε για το δάσος του.
― Να μην μπείτε στην εκκλησία, τους προειδοποίησε ο Ελισσαίος όταν πλησίασαν.
Και ένας αέρας σαν αγέρας, χρωματισμένος και μαλακός, άρχισε να φυσάει ψέλνοντας, λιγοστός και σαν απρόθυμος. Τότε ο ασβέστης άρχισε να ξεκολλάει από τους τοίχους της εκκλησίας. Η σκεπή της άρχισε να θρύβει σαν φαρίνα και οι τοίχοι να φεύγουν σαν λέπια από το κορμί του ναού και να σηκώνονται μεσοούρανα και έφυγε κάθε στερεότης, ώσπου έμεινε στη θέση του μονάχα το τέμπλο με τα εικονίσματα και η Αγία Τράπεζα. Και στη μέση η κόρη με το φέρετρό της πάνω στο πλακόστρωτο, ανάμεσα στα δύο αναλόγια των ψαλτάδων. Και τοίχος και σκεπή έγιναν σκόνη σαν καλαμποκάλευρο, την πήγαινε ο αέρας όπου ήθελε κατ’ αρχάς, μετά η σκόνη πήρε ύψος και πήγε ένα σώμα και κάθισε στα χωράφια του Αστρά. Το καμπαναριό έξω, ανάμεσα στα μνήματα, έμεινε στη θέση του. Και ο κόσμος ταραζόταν έξω στο προαύλιο, δεν κοίταζε τον ιερέα αλλά τον Ελισσαίο, να μας εξηγήσει ο προφήτης είπαν. Τώρα πρώτη φορά αποκάλεσαν τον Ελισσαίο προφήτη μπροστά στον παπά και μπροστά στην εκκλησία. Εκείνος όμως δεν εξήγησε, μόνο κοίταζε την εκκλησία γυμνή χωρίς το καύκαλό της, τους αγίους και την Αγία Τράπεζα ανυπεράσπιστους και το φέρετρο με τα δύο μανουάλια παραστάτες, μετά γύρισε στον ψάλτη, τόσο ισχυρή ήταν η πικρία σου για την κοίμηση της κόρης σου, του είπε. Και κανένας δεν έφευγε. Τότε παπάς και ψάλτης ετέλεσαν την ακολουθία. Ο ενταφιασμός έγινε στο χωράφι, στον λάκκο όπου βρήκαν τη μαρμάρινη Μητέρα Θεού. Η ψάλταινα απαίτησε να χοροστατήσει ο προφήτης και ο παπάς το δεχόταν, όμως ο Ελισσαίος είπε όχι.
Και στα γύρω χωριά έφτασε η είδηση για τον ναό που τον πήρε ανεμική και ο φόβος που έλαβαν τους ανακούφισε, ήταν σαν προστασία ο φόβος.
― Εσύ, αφέντη, βγήκες αληθινός, είπε η ψάλταινα στον Ελισσαίο όταν του πήγε και άλλη κουλούρα, λάβε αυτή τη ζαχαρωμένη κουλούρα, εγώ κόλλυβα δεν της βράζω.
Και ο Ελισαίος έβαλε και κουβάλησαν στο σπίτι του ψάλτη την αρχαία θεομήτορα, την ξάπλωσε στο κρεβάτι της νεκρής, να την έχετε πια σαν κόρη σας την αόμματη, είπε στους γονείς. Και της εσκέπασε με ποδιά πρόσωπο και στήθη, για να μοιάζει περισσότερο με την κεκοιμημένη.
Μέσα στον μήνα όμως ο ψάλτης φοβήθηκε και άρχισε πάλι να ψέλνει σε διπλανών χωριών τις εκκλησίες. Και ο παπάς παραδέχτηκε να τελέσει τρισάγιο στη νεκρή, στο χωράφι.
Ο Ελισσαίος πήγαινε επί τρεις νύχτες στον τάφο της κόρης, πλην κανένα φως είτε λάμψη δεν έβγαινε από το μνήμα της κόρης του ψάλτη. Μετά πήγαινε στην εκκλησία και πετροβολούσε το τέμπλο, ούτε έναν καρκίνο δεν μου δίνεις τη δύναμη να κατανικήσω, της έλεγε. Και ο Άλλος έχει εξουσία ν’ ανασταίνει. Αυτή την αδικία να την αποκαταστήσεις, ειδεμή εγώ θα φέρω αταξία.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 30-34
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου