Ο τόπος είχε δικαίωμα σε ένα θαυματούργημα



Δεν είχε αναστήσει άνθρωπο άλλη φορά ο Ελισσαίος, θα ήτανε η πρώτη του αυτή. Ούτε στο γενέθλιο χωριό του, στον Αστρά, είχε αναστήσει κανέναν, γι’ αυτό τον είχαν διώξει. Τους είχε τάξει να τους αναστήσει έναν πεθαμένο, δεν μπόρεσε. Δε θέλεις, όχι δεν μπορείς, του είπανε οι συχωριανοί του. Και του γκρέμισαν το σπίτι, του σφάξανε το άλογό του, δώσανε τη γυναίκα του σε άλλον άντρα. Τους είχε τάξει, θα τον σηκώσω εγώ. Έναν γέρο. Όχι πως οι συγγενείς του γέρου επιθυμούσαν την επάνοδό του, ούτε και οι λοιποί χωριάτες του Αστρά. Αλλά ο τόπος ήταν ξερικός, λιθάρια μόνο και δεν έβρεχε ποτέ, δεν είχανε τίποτα να υπερηφανευτούν, μόνο τον Ελισσαίο είχανε που κατόρθωνε πράγματα έξω από το φυσικό. Και στηρίξανε πάνω του την ελπίδα τους για προκοπή και για να ξεχωρίσουν από τα καμπίσια χωριά. Ο Ελισσαίος μία μέρα, κοντά εικοσάρης, είκοσι χρόνια τώρα, ανακάτευε λάσπη και σανό να φτιάξει πλίθες. Κοίταζε έναν άντρα σ’ ένα χωράφι πέρα, έσκαβε. Τον κοίταξε βίαια, ώρα πολλή, και ο άντρας πήρε φωτιά σαν ύσκα, άναψε, κάηκε, και παραδίπλα η γυναίκα του ούρλιαζε θαμπωμένη θαύμα θαύμα. Και ο άντρας της αποκάηκε, έλιωσε και δεν έμεινε ούτε σημάδι ούτε σημαδάκι από τη ζωή του είτε από το σώμα του. Ο Ελισσαίος έβλεπε και είπε εγώ τον κοίταξα και τον έκανα κεράκι.
Και το χωριό του τον σεβάστηκε και τον κοιτούσαν με απαίτηση, είπανε τώρα πλέον θα βρέχει, θα γινούμε κεφαλοχώρι. Και περίμεναν. Και τον εβάφτισαν Μάγο.
Ο Ελισσαίος πήγαινε από παιδί στη λειτουργία, επειδή ζήλευε την εκκλησία. Από μαθητής στο Δημοτικό που ήταν, πήγαινε σ’ ένα παλιό μοναστήρι κοντά στον Αστρά, το μοναστήρι δεν είχε πλέον καλογέρους, η πύλη ανοιχτή και έμπαιναν οι κατσίκες του Ελισσαίου. Μια φορά είχε βρει μέσα στην αυλή δύο ζαρκάδια. Το γύρισε, βρήκε το οστεοφυλάκιο, ύστερα τη βιβλιοθήκη, είχε βιβλία μεγάλα, διάβαζε κάμποσο, είχανε και λέξεις σαν αυτές πάνω σε κάτι αρχαία νομίσματα που έβρισκε στα χωράφια, δεν ήξερε το νόημά τους, όμως οι λέξεις άφηναν έναν ήχο σαν κρύσταλλα πολυελαίου εκκλησίας που τα βάραγαν πολλοί περαστικοί άνεμοι. Αποστήθιζε. Έμαθε επιτίμια, συνταγές, παροιμίες. Βρήκε άμφια στο σκευοφυλάκιο, τα φόραγε κι έβγαινε στο προαύλιο να δει τις κατσίκες του, είτε χόρευε μπροστά στην Ωραία Πύλη, μια μέρα κρέμασε στα δέντρα της αυλής τα άμφια, το επιτραχήλιο, σταυρούς και έφυγε, δεν ξαναπήγε. Τα βιβλία τα θυμόταν όλα απ’ έξω.
Πήγαινε στην εκκλησία από ζήλια. Και μία μέρα του φανερώθηκε μία ερώτηση. Και είπε μέσα του Εκείνος γιατί αναστήθηκε; Καλύτερος από μένα είναι Εκείνος, γιατί είναι καλύτερος; Και ο Άλλος; Πώς ανάστησε, πού βρήκε εξουσία; Είναι ισχυρότερος αυτός από μένα; Και γιατί να μη μου δοθεί κι εμένα εξουσία αναστάσεως; Κοίταξε περιπαιχτικά τα εικονίσματα και αποφάσισε, θα ταχτώ, θα γίνω άνθρωπος των θαυμάτων. Και δεν ήθελε ψεύτικα θαύματα. Τα αληθινά θέλησε. Και αργότερα, κάθε που κατόρθωνε πράξεις εκτός φύσεως και πολλοί τον επροσκύνησαν, ποτέ του δεν παραδέχτηκε πως είναι αγύρτης, ούτε και όταν έκανε αγυρτείες, εγώ οδεύω για θεός, έκρινε. Και όποιον τον ενόμιζε για αγύρτη τον λυπόταν που θα πήγαινε στην Κόλαση για την ασέβειά του αυτή.
Η γυναίκα του ανθρώπου που πήρε φωτιά και έλιωσε όλο τον προσκυνούσε όταν τον αντάμωνε και τον ρωτούσε αν είχε το δικαίωμα να λέγεται χήρα του αντρός της. Και μία μέρα που βρισκόταν στα νταμάρια μαζί με το σκυλί του και το σκυλί του δίψασε, ο Ελισσαίος εκοίταξε τους βράχους και αυτοί δάκρυσαν νερό, ήπιε το σκυλί και δροσίστηκε και η πηγή ανάβλυζε μόνιμα έκτοτε και ο παπάς φοβήθηκε: ο Ελισσαίος θαυματουργεί, φυλαχτείτε, είπε. Μετά, ο Ελισσαίος χτύπησε και βρήκε νερό και σε άλλα βράχια και το νερό ανάβλυζε κάπου δέκα χρόνια, όμως κανείς δεν πλησίαζε να το μεταχειριστεί, ήταν του Θεού αυτό το νεράκι έλεγαν.
Το χωρίο Αστράς ήταν φυτεμένο ψηλά στο βουνό και κοίταζε με ζήλεια τα πολλά χωριά κάτω στον κάμπο. Ο κάμπος αυτός ήταν κλεισμένος ανάμεσα σε βουνά άλλα, μόνο προς τη μεριά του ηλιοβασιλέματος είχε άνοιγμα και από κει ξέφευγε το ποτάμι κι έβλεπες ότι υπάρχει και άλλο σύμπαν έξω από τον κάμπο. Χώμα πολύ δεν είχε ούτε και ο κάμπος, κάτω από την επιφάνεια παραμόνευε πέτρωμα. Και στα νεκροταφεία, κάθε οικογένεια κουβάλαγε χώμα με τα γαϊδούρια για το δικό της οικογενειακό μνήμα, και πολλοί έκλεβαν χώμα από το μνήμα του διπλανού τους. Νερό δεν είχε, μονάχα ό,τι έστελνε η βροχή. Το καλοκαίρι φύτευαν ντοματιές, το χώμα μια παλάμη  βάθος και παρακάτω ασβεστόπετρα. Οι ντοματιές μεγάλωναν με τον ήλιο. Τα χνώτα του κάμπου μόνο, καθώς πήγαιναν ν’ ανεβούν περνώντας απ’ τον Αστρά γίνονταν πάχνη, επέστρεφαν και κάθιζαν πάνω στις ντοματιές. Και αυτές ήξεραν πως δεν έχουν περιθώρια να μείνουν πολύν καιρό πάνω απ’ το χώμα. Και, ανήλικες, έβγαζαν βιαστικά τις ντομάτες τους, μικρές και πολλές, και ύστερα έγερναν πρόθυμα να ξεραθούν, να πέσουν στη γη γρήγορα να αβγατίσει το χώμα. Και έτσι το χώμα αβγάτιζε λίγο. Και το στάρι στον Αστρά δεν υψωνόταν πάνω από δύο παλάμες, τόσο περιθώριο έδινε η βροχή των χειμώνων και παραπάνω ύψος δεν επέτρεπε ο αέρας.
Γι΄αυτό ο τόπος είχε δικαίωμα σε ένα θαυματούργημα, να παρηγορηθεί. Γι’ αυτό περίμεναν να τελέσει την ανάσταση ο Ελισσαίος. Για τον πεθαμένο γέρο δεν είχαν καμιά έγνοια ή αγάπη, είτε εγερθεί είτε γίνει χώμα. Και ο Ελισσαίος δεν κατόρθωσε την ανάσταση κι έτσι τον εκήρυξαν άτιμο και τον έδιωξαν απ’ το χωριό και την γυναίκα του την έδωσαν με κλήρο σε άλλον άντρα, μάλιστα λένε η ίδια το ζήτησε πρώτη. Και του σφάξανε το ζώο του.
Παύλος Μάτεσις
«Ο Παλαιός των Ημερών»
σελ. 12-15

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου