Λίγο πριν ανατραπεί το κίνημα, ο Αντρέας επέστρεψε από τα Χανιά στο Ηράκλειο με το ίδιο βενζινοκίνητο αυτοκίνητο και τους ίδιους συντρόφους. Γύρισαν όλοι τους ωχροί, όχι από τον φόβο του όμαιμου εχθρού, αλλά λόγω της αδιανόητης ταχύτητας των σαράντα δύο χιλιομέτρων την ώρα με την οποία διέσχισαν σαν βολίδα τους ακατάλληλους δρόμους της νήσου, χτυπώντας συνέχεια την κόρνα για να παραμερίζουνε παιδιά, κότες και τετράποδα μέσα στα χωριά. Όλοι τους άρρωστοι από τις αναθυμιάσεις της βενζίνης, μα ενθουσιασμένοι από το παραλήρημα των χωρικών που συμμερίζονταν το κίνημα και τους υποδέχονταν με κωδωνοκρουσίες σε όλα τα χωριά. Ο Αντρέας επέστρεψε αμέσως στη βάση του, πλην όμως όλα κατέρρευσαν τόσο αστραπιαία, ώστε δεν μπόρεσε να διαφύγει.
Οι χωροφύλακες τον πιάσανε. Είναι αλήθεια ότι δεν τον άγγιξαν, ότι σχεδόν ντρέπονταν να συλλάβουν τον φιλόλογο του Γυμνασίου στο χωριό τους, ένας τους είχε γιο στα γράμματα και δεν εσήκωσε τα μάτια από το χώμα. Μάζεψαν πέντ’ έξι στελέχη των βενιζελικών από τους γύρω οικισμούς, όσους δεν πρόλαβαν να φύγουν, και τους έβαλαν όλους στην καρότσα ενός φορτηγού, όπου ανέβηκαν και οι χωροφύλακες. Η καρότσα είχε μια σχάρα, πάνω της άνοιξαν έναν μουσαμά για να προλάβουν καμιά ξαφνική μαρτιάτικη βροχή, διότι είχε σύννεφα εκείνη την ημέρα, μα και για να οριοθετήσουν τον κλειστό χώρο της κράτησης απ’ την ανοιχτοσύνη του υπόλοιπου ντουνιά. Το φορτηγό πήγαινε αργά, έπρεπε να προσέχει το κάθε τι στο διάβα του, το κίνημα είχε επισήμως ηττηθεί, η νήσος όμως είχε το δικό της βιλαέτι, με αποτέλεσμα η πορεία των ηττημένων βενιζελικών να εξελιχθεί σε πορεία στυφού θριάμβου. Έτσι πολλές φορές, όταν πλησίαζε το φορτηγό στα χωριά, βγαίνανε χωρικοί φέρνοντας πανέρια ζυμωτό ψωμί, πήλινες λεκάνες με κομμάτια κρέας ψητό ή βραστό, τσίγκινες κανάτες με κρασί, ασκιά νερό. Σχεδόν αναγκάζανε το φορτηγό να σταματήσει, χαιρετούσαν τους κρατούμενους που τους ήξεραν από παλιά, τους κέρναγαν και τους λέγαν δυο λογάκια για κουράγιο, για του κύκλου τα γυρίσματα, για υπομονή. Κερνούσαν και τους χωροφύλακες, τους γνώριζαν κι αυτούς από παλιά. Οι τελευταίοι παίρναν αναγκαστικά μεζέ καταπίνοντας τα νεύρα τους, σπανιότατα ένα χαμόγελο που πρόβαλε στην άκρη των χειλιών τους, αλλά δεν δοκιμάζανε ποτέ κρασί σε ώρα υπηρεσίας,, υποψιάζονταν και μήπως είχαν πρόθεση οι κεραστές να τους μεθύσουν ή να τους φαρμακώσουν για να λευτερώσουν τους κρατούμενους. Πρόσεχαν επίσης, όσο τους ήταν δυνατόν, να μην οπλοφορούν όσοι πλησίαζαν, και φυσικά να μην το σκάσουν οι κρατούμενοί τους. Σε άλλα πάλι χωριά χτύπησε μόνον η καμπάνα, τα γυναικόπαιδα βγήκαν στα δώματα, στις πόρτες, καμιά γριά δεν έσυρε θρηνητική φωνή, οι πάντες σώπαιναν, ανάριες τουφεκιές ακούγονταν από μακριά, πέρα από τα βουνά, αποτίοντας φόρο τιμής στους νικημένους. Ήρθε κι έφυγε τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς η Αποκριά, κανείς δεν την εόρτασε, πέρασε όμως από το κεφάλι κάποιων η ιδέα ότι η πομπή των βενιζελικών κρατούμενων έμοιαζε με μασκαράτα, ότι στη στροφή του δρόμου, στη στροφή της μέρας, στη στροφή του χρόνου θα άλλαζε πάλι η σειρά του κόσμου και οι δεσμώτες θα κυβερνούσανε ξανά τους δεσμοφύλακές τους.
Το Ηράκλειο ξανακούστηκε εκείνες τις ημέρες ως Μεγάλο Κάστρο, διότι η φυλακή που είχε η πόλη στη θέση Αλικαρνασσός, έξω από τα τείχη, ήταν φίσκα από τους ποινικούς των άγραφων ντόπιων και των γραμμένων πανελλήνιων νόμων, δεν υπήρχε χώρος για το πλήθος των συλληφθέντων βενιζελικών τις πρώτες μέρες της ήττας. Έτσι άνοιξαν οι Αρχές τον λαβύρινθο του βενετσιάνικου τείχους, ό,τι σωζότανε ακόμη, αφού αυτές κατείχαν πλέον τα κλειδιά του. Εκεί υπήρχαν αίθουσες, χιλιόμετρα λαγούμια και στοές για να σωθεί ή να φυλακιστεί ο μισός πληθυσμός της νήσου σε αχρείαστη ώρα. Κι ώσπου να φτάσει από την πύλη της Καινούργιας Πόρτας μέχρι τη βενετσιάνικη φυλακή το φορτηγό, είχε κάνει κοιλιά ο μουσαμάς του. Παράθυρα άνοιξαν βιαστικά το τζαμιλίκι τους, βγήκανε χέρια κι έραναν το σκεπασμένο φορτηγό με κλωνάρια δάφνης και μυρσίνης, με ζουμπούλια και με κρίνα της Παρθένου, ενώ ακούγονταν από αθέατους τραγουδιστές οι δυο πρώτοι στίχοι από το ριζίτικο της Ξαστεριάς, έτσι που στο τέλος το καμιόνι με τους βενιζελικούς κρατούμενους θύμιζε πιο πολύ την περιφορά λουλουδιασμένου επιτάφιου στους δρόμους της ίδιας πόλης τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής.
Ο Αντρέας Παπαουλάκης προφυλακίστηκε μαζί με τους άλλους στον βενετσιάνικο προμαχώνα Μαρτινένγκο. Τους δύο μήνες που εξέτισαν εκεί την προφυλάκισή τους δεν του έλειψε ούτε μια μέρα το ταψί με το κρέας και το ζυμωτό ψωμί, γλυκίσματα και άλλα καλούδια, δωρεά των ανωνύμων ή των συγγενών τους. Για τον Αντρέα Παπαουλάκη μεριμνούσε ο αδερφός του Σήφης, παραβλέποντας τους ενδοιασμούς του κόμματός του για το κίνημα των βενιζελικών, «Άλλο το ένα και άλλο το άλλο», είχε σκεφτεί, καθώς και η δεύτερη αδερφή του, η Μαριγώ. Η πρώτη, η Ζαμπία, φοβότανε μήπως εκθέσει τους δυο γιους της, που ήσαν πλέον βασιλόφρονες αξιωματικοί, έχοντας αποκηρύξει μετά βδελυγμίας τη βενιζελική νεότητά τους. Ο φωτογράφος Λαμπρινίδης, ο ίδιος που είχε πάει και στο Αρκαλοχώρι για να φωτογραφίσει τις ανασκαφές του Μαρινάτου και να κάνει το πορτραίτο όσων του το είχαν ζητήσει, ήρθε δυο φορές στη φυλακή του Μαρτινένγκο. Η πρώτη ήταν στα τέλη του Μάρτη. Είχε λιακάδα, οι κρατούμενοι ανεβήκαν σε ένα ύψωμα, μερικοί κάθισαν στην πρώτη σειρά σε ξύλινες καρέκλες, οι υπόλοιποι στάθηκαν πίσω τους όρθιοι, πιο πίσω ακόμη διακρινόταν η κοντινή κακόφημη συνοικία του Λάκκου. Τις νύχτες έφταναν στα αυτιά των προφυλακισμένων το μπουζούκι και η λύρα από τα ατελείωτα γλέντια, από τα παθητικά ρεμπέτικα των αγαπητικών, ξεχώριζε η φωνή ενός βλάμη, ανώτερη κι απ’ τη φωνή του ψάλτη ή του μουεζίνη, ορκιζόντουσαν ακούγοντάς την με ευλάβεια οι κρατούμενοι. Πιο πίσω φαινόταν ο τρούλος, τα καμπαναριά και το ρολόι του Αγίου Μηνά, που άθροιζε τα ημίωρα και τις ώρες της φυλάκισής τους στο ουράνιο τεφτέρι, και παραπίσω διακρινότανε αχνό το πέλαγος της Κρήτης. Οι προφυλακισμένοι στρατιωτικοί έφεραν ακόμη τα γαλόνια και το σήμα στο πηλήκιο, οι πολίτες ήταν με τα κοστούμια τους, ανάμεσα τους μερικοί και με ρεπούμπλικα. Ο Αντρέας Παπαουλάκης φορούσε σκούρο κοστούμι με λεπτή κάθετη ρίγα, άσπρο πουκάμισο, γραβάτα με λοξές γραμμές και μια ρεπούμπλικα.
Ο φωτογράφος ξανάρθε δεύτερη φορά έπειτα από έναν μήνα. Ήταν Απρίλης, είχε μπει για τα καλά η άνοιξη, είχε ζεστάνει ο τόπος. Με τα ίδια ακριβώς ρούχα ο Αντρέας Παπαουλάκης καθόταν σταυροπόδι καταγής, στη μέση της πρώτης σειράς. Όλοι οι πολίτες ήταν τώρα ασκεπείς, σε μερικών το πέτο άνθιζε ένα διπλωμένο μαντιλάκι, οι στρατιωτικοί έφεραν ακόμη τα γαλόνια και το σήμα περιμένοντας το εξευτελιστικό τους ξήλωμα μετά το στρατοδικείο, μόνο που ο αριθμός των κρατουμένων είχε τώρα υπερδιπλασιαστεί. Κοίταζαν κατευθείαν τον φακό, έβλεπαν πολύ πιο πέρα, στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, όπου είχαν ήδη γίνει οι εκτελέσεις των τριών πρωταίτιων. Αν ήταν να πεθάνουνε κι αυτοί, ας πεθαίνανε σαν άντρες, με το ίδιο ευθύ βλέμμα που δεν θα σταματούσε στην κάννη ενός τουφεκιού, μα θα έβλεπε μακριά, πολύ μακριά, σκεφτόντουσαν τη στιγμή της φωτογράφισης. Αυτή η πασχαλιάτικη φωτογραφία – διότι γιόρταζαν το Πάσχα – μπορεί να ήταν και η τελευταία τους, πίσω απ’ τις πλάτες τους φούσκωνε γεμάτος φρέσκα χαμομήλια ένας λόφος, μπροστά τους είχαν το στρατοδικείο που είχε οριστεί τον Μάιο, τον άλλο μήνα, και γνώριζαν καλά πως ο τροχός αργεί να φέρει ολόκληρη τη βόλτα του, πρώτα βυθίζεται για τα καλά στο αίμα. Ο Αντρέας Παπαουλάκης, φανερά πιο αδύνατος, νεωτέριζε ή ίσως έδειχνε τα νεύρα του, έχοντας μόνον αυτός στο στόμα του ένα σβηστό τσιμπούκι.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 199-204
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου