Ο δάσκαλος Χρίστος Παπαουλάκης, το δεξί χέρι του Μίνωος Καλοκαιρινού, διηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία της ανακάλυψης ης Κνωσού στον λόφο της Κεφάλας, συγκεκριμένα στο σημείο Τσελεβή Κεφάλα. Τη διηγήθηκε στις δυο του κόρες, στους δυο γιους και στα εγγόνια που πρόλαβε να πιάσει στα χέρια του, προτού πεθάνει ξαφνικά, στα εξήντα του. Όταν όμως έγινε η ανασκαφή, ήταν λιγότερο από χρόνο παντρεμένος, άτεκνος ακόμη. Η γυναίκα του Αννέζα άρχισε να γεννοβολά μετά την ανασκαφή. Το θυμόταν καλά, γιατί είχε καταγράψει με μελάνι ποιες χρονιές γεννήθηκαν οι γιοι του, κατ’ εξαίρεσιν και οι κόρες του, που είχαν προηγηθεί, στο πίσω μέρος του οικογενειακού ρώσικου εικονίσματος που παράσταινε τον Αι-Γιώργη να λογχίζει τον πράσινο δράκο.
Η γυναίκα του Αννέζα ποτέ δεν καθότανε να ξανακούσει τα συμβάντα. Όχι μόνο επειδή είχε δυο χέρια και αμέτρητες δουλειές, αλλά διότι αυτή τα ήξερε όλα απ’ έξω κι ανεκατωτά. Ήξερε, με δυο λόγια, ότι τη δεύτερη ημέρα άρχισε να γεννοβολά η γη τα αρχαία της, προτού γεννήσει η ίδια την πρώτη της κόρη είναι η πικρή αλήθεια. Όταν οι γυναίκες φέραν να φάνε οι ξωμάχοι τη δεύτερη μέρα, πήρανε θάρρος από την αναστάτωση των αντρών, μερικοί τους μάλιστα κουβαλούσαν κορμούς κυπαρισσιών και κουλούρες σκοινί πάνω στους ανοιγμένους λάκκους, όπως όταν πρόκειται να μπει στη γη η κάσα, μόνο που τώρα δεν ήθελαν να βάλουν αλλά να βγάλουν κάτι το πολύ βαρύ μέσα από το χώμα. Ανάρριξαν τις χρωματιστές μπολίδες τους στις ωμοπλάτες, πλησίασαν τους άντρες, είδαν ένα προς ένα αραδιασμένα όλα τα γεννήματα της γης με τα αδρά και τρυφερά δάχτυλα, μίλησαν πάνω τους σαν να μοιραίνανε νιογέννητο παιδί. Για τίποτε στον κόσμο δεν θα μπορούσαν να πιστέψουν ότι τούτα δω τα θράψαλα από σπασμένες στάμνες και τα χοντρά πήλινα πιθάρια, πράγματα σαν κι εκείνα που είχανε στα σπίτια τους, άχρηστα όμως αφού ήταν και σπασμένα, μπορεί να ανήκαν σε βασιλέα, σαν τον νυν βασιλιά της Ελλάδας, τον Γεώργιο, ούτε καν στον πιο ιδιότροπο σουλτάνο. Βασιλικό έμοιαζε να ’ναι μόνο ένα μεγάλο δαχτυλίδι που κρατούσε ο κύριος Μίνως. Δεν καταφέρανε να πλησιάσουν τον άρχοντα για να το δούνε από κοντά, να μελετήσουν τα σκαλίσματά του. Κάτι δαιμονικά σκαλίσματα, κάτι μισόγδυτες γυναίκες, ένας μεγάλος ταύρος, ένα πλοίο, τέτοια σχήματα ήταν χαραγμένα στη δαχτυλιδόπετρα, τους ψιθύρισαν οι άντρες τους που ήξεραν καλά τα είδωλα και τα δαιμόνια, διότι σκάβοντας επί χρόνια τα χωράφια βρίσκανε τέτοια πράγματα και τα μοσχοπουλούσανε στους ξένους.
Ο δάσκαλος διηγήθηκε πολλές φορές την ιστορία της ανακάλυψης της Κνωσού στα παιδιά του και στους μαθητές του, διακόπτοντας τη διδασκαλία των αρχαίων και της αριθμητικής. Τόσες μάλιστα φορές, που τον κατηγορήσανε στο τέλος πως παραμελούσε τα καθήκοντά του, πως τον απασχολούσε πιο πολύ το αμπέλι κι η ανασκαφή, πως κομματιζόταν και βαθμολογούσε άδικα. Αλλά πιο πολλές φορές διηγήθηκε την ιστορία της ανασκαφής στο καφενείο του χωριού του Μακρύ Τείχος, που μετονομάστηκε Κνωσός επειδή γειτόνευε με τα ερείπια. Τη διηγήθηκε αργότερα στα καφενεία και τα ρακάδικα, όπου σύχναζαν οι χριστιανοί του Ηρακλείου, με πολύ μεγάλη ζέση, αφού κανείς από τους εκεί ακροατές του δεν είχε λάβει μέρος στην ανασκαφή. Διότι στο Ηράκλειο πήγε να ζήσει ο δάσκαλος λίγους μήνες μετά την ανασκαφή, αφού με την υποστήριξη του Μίνωος Καλοκαιρινού, έφορου και ταμία των σχολείων της πόλης, βρήκε θέση στο ένα από τα δυο σχολειά που ίδρυσε εκείνο τον καιρό ο πρώτος χριστιανός διοικητής της νήσου Ιωάννης Φωτιάδης πασάς. Γι’ αυτό και ανιστορούσε την ανασκαφή σε άντρες περήφανους και βλοσυρούς, πλην ευφυείς και ευφάνταστους, που φορούσαν βράκες, μεϊντανογέλεκο, μαύρο κροσσωτό μαντίλι στο κεφάλι και ψηλά στιβάνια· σε άντρες που κάπνιζαν ναργιλέδες στη σειρά, παίζοντας στο άλλο χέρι χάντρες φίλντισι ή κεχριμπάρι περασμένες σε μεταξωτή κλωστή. Ανάμεσά τους λίγοι ήσαν οι εγγράμματοι, ελάχιστοι φορούσαν πανταλόνια, μα όλοι τους ανεξαιρέτως, όσοι μπαίνανε σ’ αυτά τα μαγαζιά και όχι στο αρχοντικό «Ταζέδικο» απέναντι από το σιντριβάνι με τα τέσσερα μαρμάρινα ενετικά λιοντάρια, όλοι φύλαγαν στο σπίτι τους ένα τουλάχιστον τουφέκι. Κάπνιζε ακόμη από την προηγούμενη επανάσταση, το συντηρούσαν σε καλή κατάσταση και περιμένανε το επόμενο σεφέρι – ενώ η αριστοκρατία της πόλης, που καθόταν στο «Ταζέδικο», συνήθως έμπαινε στα πλοία κι έφευγε λίγο προτού ξεσπάσουν ταραχές, σαν να γνώριζε εκ των προτέρων με ακρίβεια τη στιγμή που θα ξεσπούσαν, αν όχι και ποιανών το αίμα θα χυνόταν από κάθε μπάντα.
Οι ακροατές του δάσκαλου πήγαιναν στα καφενεία και τα ρακάδικα το απόγευμα, επειδή δεν ήθελαν να κάθονται ώρες και ώρες μες στο σπίτι τους παρέα με τις γυναίκες, τα κουτσούβελα, τα καναρίνια και τις γάτες. Έπρεπε άλλωστε να πληροφορηθούν τα νέα της μεγαλονήσου και τα νέα του υπόλοιπου μεγάλου κόσμου, όχι αυτά που γράφανε οι δύο αντίπαλες ηρακλειώτικες εφημερίδες, ούτε κι εκείνες οι στομφώδεις της Αθήνας – τα νέα, με δυο λόγια, που τυπώνονταν για να γενούν αμέσως βούκινο –, μα τα υπόλοιπα. Τα αφανή, τα ειπωμένα δίχως φασαρία, σαν σφαίρα εξ επαφής, τα κατάλληλα μόνο για τους λιγόλογους, για τους συννεφιασμένους.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο Αιώνας των Λαβυρίνθων»
σελ. 23-26
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου